Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.

    Ἡ Χίος, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα

  • !

    Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες

    γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά ‘χες

    γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τα θαλασσά

    ματάκια σου ν’ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι

    καὶ νὰ σηκώσεις χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι

    μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;

  • !

    Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦτα;

    Πές. Τ` ἄνθος, τὸν καρπό; Θὲς τὸ πουλί;

    -Διαβάτη,

    μοῦ κράζει τὸ Ἑλληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι:

    Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά!

Τὸ Ἑλληνόπουλο

 

[Στὶς 30 Μαρτίου 1822, τὸ μυροβόλο νησὶ τοῦ Αἰγαίου, ἡ Χίος, ἐρημώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπὸ τοὺς 117.000 χριστιανοὺς ποὺ ἦταν ὁ τότε πληθυσμὸς τῆς Χίου, ἔμειναν περίπου 1.800-2.000 ἄνθρωποι μόνο! Δὲν ἦταν σφαγή. Ἦταν γενοκτονία.

Ἀπὸ τὴν μεγάλη σφαγὴ τῆς Χίου ἐμπνεύσθηκε (καὶ) ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ (Victor Marie Vicomte Hugo, 1802– 1885) καὶ συνέθεσε τὸ ποίημά του «Τὸ Ἑλληνόπουλο», ποὺ περιγράφει στὸ πρόσωπο ἑνὸς παιδιοῦ τὴν ἀπόγνωση ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ ἀναγέννηση]

Τὸ Ἑλληνόπουλο

Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.

Ἡ Χίος, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,

μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά

τ’ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια

καὶ στὸν χορὸ τὶς λυγερὲς καμμιᾶ φορᾶ τὰ βράδια

καθρέφτιζε μέσ’ στὰ νερά.

 

Ἐρμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸν βράχο,

στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδὶ μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

τὸ κεφαλάκι στήριγμα καὶ σκέπη του ἀπομένει

μόνο μιὰν ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη

μὲσ’ στὴν ἀφάνταστη φθορά.

 

Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες

γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά ‘χες

γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τα θαλασσά

ματάκια σου ν’ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι

καὶ νὰ σηκώσεις χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι

μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;

 

Τί θέλεις ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δώσω

γιὰ νὰ τὰ πλέξεις ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω

ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιά

μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλιδιοῦ δὲν τά ’χεῖ ἀγγίξει ἡ κόψη

καὶ σκόρπια στὴν δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη

καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;

 

Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξει τάχα τὸ μαράζι;

Μήπως τὸ κρίνο ἀπ` τὸ Ἰράν, ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;

Μὴν ὁ καρπὸς ἀπ’ τὸ δεντρί

ποὺ μέσ’ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,

κι ἕν’ ἄλογο χρόνια ἑκατὸ κι ἂν πιλαλάει, δὲν σώνει

μέσ’ ἀπ’ τὸν ἴσκιο του νὰ βγεῖ;

 

Μὴν τὸ πουλὶ ποὺ κελαηδάει στὸ δάσος νύκτα-μέρα

καὶ μὲ τὴν γλύκα του περνᾶ καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;

Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦτα;

Πές. Τ` ἄνθος, τὸν καρπό; Θὲς τὸ πουλί;

-Διαβάτη,

μοῦ κράζει τὸ Ἑλληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά!

 

(μετάφραση Κωστῆ Παλαμᾶ)