Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Οἱ παθιασμένοι κόσμοι, οἱ στριμμένες ψυχὲς ἔτρεξαν κοπάδι ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πέρατα, κατέβηκαν στὴν ἀκρογιαλιά, ἐμπήκαν στὸ καράβι. Τί τόπους θὰ χαροῦν, τί χαρὲς θὰ γνωρίσουν, πόσα χρήματα θὰ βγάλουν στὴ στιγμή!
    Ἐκεῖ προβάλλει κι ἕνα γεροντάκι ταπεινὸ καὶ παραπονιάρικο.
    -Νὰ ’μπῶ μέσα κι ἐγώ; ρωτάει τὸν καπετάνιο.
    -Ἔμπα, τοῦ λέγει ἐκεῖνος· ἔμπα μέσα καὶ σύ· ἔμπα σύνταχα*.
    -Νὰ πάρω καὶ τὸ ξυλάκι μου μαζί;
    -Πάρ’ το τὸ χάτσαλο*.

  • !

    -Καλό μας κατευόδιο· εὐχήθηκαν συνατοὶ τους οἱ ταξιδιῶτες.
    -Καλό σας κατευόδιο, χά! χά! χά!… Καλό σας κατευόδιο, χά! χά! χά!… ἐχούγιαξαν* ἀπὸ πρύμη σὲ πλώρη οἱ ναυτοδιαβόλοι.

  • !

    Καὶ τὸ χουγιατὸ βοριὰς ἐγίνηκεν εὐθὺς καὶ ἀνατάραξε ἀπ’ ἄκρη σὲ ἄκρη τὴ θάλασσα. Ὅρος τὸ κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ἀκλόνητος ψηλώνει πίσωθε· ἀπὸ τὰ πλάγια λύκοι χυμοῦν ἀπάνω του. Ἐκέρωσαν οἱ ταξιδιῶτες οἱ ἄμαθοι. Καπνὸς ἐσκόρπισαν ἐμπρὸς τους οἱ χαρές, οἱ τόποι, τὰ χρήματα. Κόρακας ὁ φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τὰ σπλάχνα, ρουφᾶ τὸ αἷμα τους. Τὸ πλοῖο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδᾶ πίσω κι ἐμπρὸς βαρβάτο πήδημα καὶ τὰ νερὰ τὸ πνίγουν, κουρσεύουν, τὸ πατοῦν.

  • !

    Ὅμως τὸ καράβι, ὅσο κι ἂν πατιέται καὶ ἂν κινδυνεύει, δὲν πνίγεται. Παλεύει κι ἀνδρειεύεται, σὰν νὰ ἔχει ψυχὴ μέσα του. Ψυχὴ γιγαντωμένη. Κι εἶναι ψυχὴ του ὁ γέροντας, ποὺ κάθεται στὴν πρύμη του κι εἶναι ὁδηγὸς του τὸ ξυλάκι, τὸ χάτσαλο. M’ ἐκεῖνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στὰ ψηλὰ κύματα, φεύγει τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν λύσσα τους. Κι ἐνῶ οἱ διαβολοναῦτες τὸν ὄλεθρό τους προσδοκοῦν, κι ἐνῶ οἱ ταξιδιῶτες κλαῖνε τὴ μοίρα τους καὶ τὰ νερὰ μὲ πόθο περιμένουν νὰ κλωθοπαίξουν στὸ σκαρί του, ἐκεῖνο σχίζει τὸ μαῦρο σύγνεφο καὶ ἀράζει σὲ λιμάνι ἥμερο καὶ γελαστό!

  • !

    Ἐσώθηκεν, ὅμως, ὁ κόσμος. Ἐγύρισε καθένας στὴ χώρα του, ἀγάπησε τοὺς τόπους, ὑπόμεινε τὰ πάθη, ἐσεβάσθηκε τὸ μυστήριο. Καὶ δὲν δοξολογᾶ παρὰ τὸν Ἅι-Νικόλα, τὸν γέροντα. Οἱ διαβόλοι ἔχτισαν τὸ καράβι, μὰ ὁ Ἅι-Νικόλας ἔκαμε τὸ τιμόνι του.

Τὸ τιμόνι

 

Τρικυμία | Πεμπτουσία

Τὸ καράβι εἶναι κατασκεύασμα τῶν διαβόλων. Ἔκαμαν ἕνα τρικούβερτο ξύλο κι ἐβγήκαν διαλαλητάδες σ’ ὅλη τὴ γῆ: Ἐμπρὸς ἐλᾶτε ψυχὲς στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στὸ μυστήριο, ἐλᾶτε μέσα καὶ θὰ τὸ γνωρίσετε ἀμέσως! Καὶ ἀμέσως τὰ μάτια τὰ κλειστά, οἱ παθιασμένοι κόσμοι, οἱ στριμμένες ψυχὲς ἔτρεξαν κοπάδι ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πέρατα, κατέβηκαν στὴν ἀκρογιαλιά, ἐμπήκαν στὸ καράβι. Τί τόπους θὰ χαροῦν, τί χαρὲς θὰ γνωρίσουν, πόσα χρήματα θὰ βγάλουν στὴ στιγμή!

Ἐκεῖ προβάλλει κι ἕνα γεροντάκι ταπεινὸ καὶ παραπονιάρικο.

-Νὰ ’μπῶ μέσα κι ἐγώ; ρωτάει τὸν καπετάνιο.

-Ἔμπα, τοῦ λέγει ἐκεῖνος· ἔμπα μέσα καὶ σύ· ἔμπα σύνταχα*.

-Νὰ πάρω καὶ τὸ ξυλάκι μου μαζί;

-Πάρ’ το τὸ χάτσαλο*.

Ἐμπῆκε μέσα τὸ γεροντάκι , ἔκατσε κατάνακρα* στὴν πρύμη τοῦ καραβιοῦ. Ἄνοιξαν οἱ ναυτοδιαβόλοι τὰ πανιά, ἔτριξαν τὰ ξάρτια, πῆρε δρόμο στ’ ἀνοιχτὰ τὸ ξύλο*.

-Καλό μας κατευόδιο· εὐχήθηκαν συνατοὶ τους οἱ ταξιδιῶτες.

-Καλό σας κατευόδιο, χά! χά! χά!… Καλό σας κατευόδιο, χά! χά! χά!… ἐχούγιαξαν* ἀπὸ πρύμη σὲ πλώρη οἱ ναυτοδιαβόλοι.

Καὶ τὸ χουγιατὸ βοριὰς ἐγίνηκεν εὐθὺς καὶ ἀνατάραξε ἀπ’ ἄκρη σὲ ἄκρη τὴ θάλασσα. Ὅρος τὸ κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ἀκλόνητος ψηλώνει πίσωθε· ἀπὸ τὰ πλάγια λύκοι χυμοῦν ἀπάνω του. Ἐκέρωσαν οἱ ταξιδιῶτες οἱ ἄμαθοι. Καπνὸς ἐσκόρπισαν ἐμπρὸς τους οἱ χαρές, οἱ τόποι, τὰ χρήματα. Κόρακας ὁ φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τὰ σπλάχνα, ρουφᾶ τὸ αἷμα τους. Τὸ πλοῖο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδᾶ πίσω κι ἐμπρὸς βαρβάτο πήδημα καὶ τὰ νερὰ τὸ πνίγουν, κουρσεύουν, τὸ πατοῦν.

Οἱ διαβολοναῦτες στὰ ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδοῦν ἀμέριμνα, ἀναμπαίζουν πειραχτικά τοὺς ταξιδιῶτες, γελοῦν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἐλπίδα τους.

-Καλὸ ταξίδι· καλὸ κι αἰώνιο! φωνάζουν πάντοτε.

Ὅμως τὸ καράβι, ὅσο κι ἂν πατιέται καὶ ἂν κινδυνεύει, δὲν πνίγεται. Παλεύει κι ἀνδρειεύεται, σὰν νὰ ἔχει ψυχὴ μέσα του. Ψυχὴ γιγαντωμένη. Κι εἶναι ψυχὴ του ὁ γέροντας, ποὺ κάθεται στὴν πρύμη του κι εἶναι ὁδηγὸς του τὸ ξυλάκι, τὸ χάτσαλο. M’ ἐκεῖνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στὰ ψηλὰ κύματα, φεύγει τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν λύσσα τους. Κι ἐνῶ οἱ διαβολοναῦτες τὸν ὄλεθρό τους προσδοκοῦν, κι ἐνῶ οἱ ταξιδιῶτες κλαῖνε τὴ μοίρα τους καὶ τὰ νερὰ μὲ πόθο περιμένουν νὰ κλωθοπαίξουν στὸ σκαρί του, ἐκεῖνο σχίζει τὸ μαῦρο σύγνεφο καὶ ἀράζει σὲ λιμάνι ἥμερο καὶ γελαστό!

-Δόξα στὸν σωτῆρα! δόξα στὸν γέροντα!… ξεσπᾶ σύγκαιρα τρανὴ φωνὴ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ταξιδιωτῶν.

-Κατάρα! ἀπαντᾶ σὰν ἀστροπέλεκο ἡ φωνὴ τῶν διαβόλων.

Καὶ τὰ νερὰ τοῦ κόρφου δέχονται λαχταρώντας τοὺς ναῦτες καὶ τὸν καπετάνιο τους· τὸν καπετάνιο καὶ τὸ μίσος του.

Ἐσώθηκεν, ὅμως, ὁ κόσμος. Ἐγύρισε καθένας στὴ χώρα του, ἀγάπησε τοὺς τόπους, ὑπόμεινε τὰ πάθη, ἐσεβάσθηκε τὸ μυστήριο. Καὶ δὲν δοξολογᾶ παρὰ τὸν Ἅι-Νικόλα, τὸν γέροντα. Οἱ διαβόλοι ἔχτισαν τὸ καράβι, μὰ ὁ Ἅι-Νικόλας ἔκαμε τὸ τιμόνι του.

* σύνταχα: ἀμέσως, γρήγορα.

* χάτσαλο: ξερόφλουδο, ξερὸ κοτσάνι.

* κατάνακρα: ἄκρη ἄκρη.

* ξύλο: (ἐδῶ) καράβι.

* χουγιάζω: φωνάζω δυνατά, ἄγρια.