Κρυμμένο μέσα στὰ ψηλὰ χορτάρια καὶ στὰ βάτα ποὺ εἶχαν πνίξει τὰ δέντρα τοῦ κήπου βρισκόταν ἕνα μικροσκοπικὸ σπιτάκι. Μερικὰ κεραμίδια εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν θέση τους καὶ ὁ σοβάς στοὺς τοίχους εἶχε ξεκολλήσει σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφήνοντας νὰ φαίνονται οἱ πέτρες καὶ τὸ κοκκινόχωμα.
Κάποιες φορὲς μετὰ τὸ σχολειὸ παραφυλάγαμε σκαρφαλωμένοι στὸν μισογκρεμισμένο φράχτη γιὰ νὰ τὴν δοῦμε: Ρόμπα παμπάλαια ἀπροσδιόριστου χρώματος, τσεμπέρι ξεβαμμένο καὶ δεμένο, ἔτσι ὥστε νὰ προστατεύει τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ κρύο, κι ἕνα μπαστούνι φτιαγμένο ἀπὸ βέργα μουριᾶς.
Ἤμουν ἡ μικρότερη τῆς παρέας καὶ ἔμενα στὴν Πέρα γειτονιά, ἐνῶ ὅλα τὰ παιδιὰ στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ. Αὐτὰ τὰ δύο χαρακτηριστικὰ ἀρκοῦσαν νὰ μὲ μετατρέψουν σὲ παρία. Χρόνια πάσχιζα νὰ μπῶ στὴν παρέα τους καὶ τώρα μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία. Ἔπρεπε ὅσο ἔλειπε τὸ «στοιχειὸ» στὴν ἐκκλησία, νὰ τρέξω, νὰ πάρω ἕνα σκοινί, νὰ τὸ δέσω σὲ ἕνα χαμηλὸ κλαδὶ τῆς μουριᾶς, νὰ κάνω κούνια στὴ αὐλή της καὶ νὰ τὸ σκάσω πρὶν ἐκείνη γυρίσει πίσω. Ἡ ἀπόλυτη πρόκληση. Ἡ ἀδιαμφισβήτητη μύηση στὴν παρέα, ἄλλωστε «τὸ στοιχειὸ» ἦταν ὁ φόβος κι ὁ τρόμος τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ. Ὄχι γιατί ἦταν ἀποδεδειγμένα σκληρὴ ἢ κακιά, ἁπλὰ γιατί δὲν ἦταν μία ἀπὸ μᾶς. Πάντα κλεισμένη στὸ ἐρειπωμένο σπίτι της, δὲν τὴν ἐπισκεπτόταν ποτὲ κανεὶς, κι ἦταν ντυμένη μ’ αὐτὰ τὰ περίεργα κουρέλια ποὺ μόνο γέλιο προκαλοῦσαν, ὅταν περνοῦσε ἀπὸ τὸ καφενεῖο.
Ἡ ὥρα ἔφτασε τρεῖς καὶ εἴκοσι. Τὴν εἴχαμε χρονομετρήσει πολλὲς φορές. Τρεῖς καὶ εἴκοσι ἴσιωνε τὴν ρόμπα της, ξανάδενε τὸ μαντήλι της, ἔκοβε ὅ,τι λουλούδια καὶ μυριστικὰ ἤτανε διαθέσιμα στὸν κῆπο της καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἀκριβῶς στὶς τέσσερεις γύριζε πίσω καὶ καθόταν γιὰ λίγο στὴν αὐλή. Μετὰ ἔμπαινε μέσα. Εἶχα ἀκριβῶς σαράντα λεπτὰ νὰ ἐκτελέσω τὸν ἆθλο μου, προτοῦ μὲ πιάσει μὲς τὸν κῆπο της. Φῆμες ἔλεγαν, πὼς τὸ τελευταῖο παιδὶ ποὺ μπῆκε ἐκεῖ, ἐξαφανίστηκε γιὰ πάντα.
Τρεῖς καὶ δεκαεννιά. Ἡ ἀγωνία μου εἶχε ἀδράξει τὸ στομάχι σὰν ἕνα σιδερένιο χέρι. Στὴν τσάντα τοῦ σχολείου κρατοῦσα ἕνα κομμάτι σκοινὶ, ποὺ θὰ χρησίμευε γιὰ κούνια. Ἀκριβῶς καὶ εἴκοσι βγῆκε ἀπὸ τὴν αὐλή. Πήδηξα τὸν φράκτη, ἀκούγοντας τὶς φωνὲς τῶν συμμαθητῶν μου νὰ μὲ ἐνθαρρύνουν. Σκαρφάλωσα στὴν μουριά, ἔδεσα τοὺς δύο κόμπους μὲ εὐκολία. Τέσσερεις παρὰ εἰκοσιπέντε. Κατέβηκα κι ἔκατσα πάνω στὴν κούνια. Ἄρχισα νὰ λικνίζομαι ἁπαλὰ κι ἔπειτα νὰ ἀνεβαίνω ὅλο καὶ πιὸ ψηλά. Σχεδὸν ἀκουμποῦσα τὰ σύννεφα. Μιὰ γλυκιὰ μέθη μὲ εἶχε συνεπάρει. Ἡ ἀνέφελη εὐτυχία τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Ἦταν προπαραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ περίοδος τῶν διακοπῶν ξεκινοῦσε. Χωρὶς πρωινὸ ξύπνημα, χωρὶς σχολεῖο… Καὶ τότε τὴν εἶδα νὰ μπαίνει ξανὰ ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς αὐλῆς. Μὰ πότε πῆγε τέσσερεις; Μὲ ἔπιασε ἕνας ἄγριος πανικός. Ἡ καρδία μου χτύπησε σὰν ἀκανόνιστο τύμπανο κόβοντάς μου τὴν ἀνάσα.
Ἄρχισε νὰ μὲ πλησιάζει. Ὁ φόβος καὶ ἡ ντροπὴ μὲ εἶχαν καθηλώσει. Ἦρθε κοντά μου καὶ χάιδεψε ἁπαλὰ τὸ πρόσωπό μου. Γιὰ πρώτη φορὰ πρόσεξα, πὼς εἶχε δύο γλυκά, γαλανὰ μάτια.
- Ἤντα κάνεις ἔπαε παιδάκι μου; Θὰ βαρεῖς.
Δὲν ἤξερα τί νὰ ἀπαντήσω. Ἡ καρδία μου ἔπαψε νὰ ἀλυχτᾶ στὸ στῆθος μου καὶ τὰ μάγουλά μου ἔγιναν κατακόκκινα. Τί νὰ ἔλεγα;
- Καλὰ σέ; Ἔγνεψα καταφατικά.
- Ἔλα, ἐπαὲ νὰ σὲ τρατάρω.
Γύρισα τὸ κεφάλι πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ἤξερα πὼς ἦταν οἱ συμμαθητές μου. Δὲν μποροῦσα νὰ δῶ ψυχή. Εἴτε εἶχαν φύγει εἴτε ἁπλὰ κάθονταν καὶ κοιτοῦσαν, χωρὶς καμία διάθεση νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἔνιωσα προδομένη καὶ ἀνόητη. Ἀκολούθησα τὴν γριούλα μέσα στὸ σπίτι της. Ἦταν ἕνα δωμάτιο ὅλο κι ὅλο μὲ παράταιρα ἔπιπλα. Ὅμως ἦταν καθαρό, περιποιημένο καὶ στὸ μικρὸ κρεβάτι ἦταν στρωμένη μιὰ πολύχρωμη χαρούμενη φλοκάτη. Δὲν εἶχε ψυγεῖο, οὔτε ἠλεκτρικὲς συσκευές. Τὸ σπίτι δὲν ἦταν κἂν συνδεδεμένο μὲ τὸ δίκτυο ἠλεκτρισμοῦ. Μέσα σὲ ἕνα μικρὸ ξύλινο κουτὶ καλυμμένο μὲ σῆτα φύλαγε λίγες φέτες ψωμιοῦ.
- Ἔλα, νὰ σὲ τρατάρω συκαλάκι. Ἔβγαλε ἕνα βάζο μέσα ἀπὸ μιὰ λεκανίτσα γεμάτη νερό.
- Γιὰ νὰ μὴ τὸ μαγαρίσουν τα μελιγκούνια. Μοῦ ἐξήγησε.
Μοῦ ἔβαλε σὲ ἕνα πιατάκι τοῦ καφὲ καὶ μοῦ ἔδωσε ἕνα πεντακάθαρο σκαλιστό, ἀσημένιο κουταλάκι. Ἔβαλα μιὰ μπουκιὰ στὸ στόμα μου. Ὑπέροχο. Σχεδὸν μοῦ ἦρθαν δάκρυα στὰ μάτια.
- Μὴν ξανακάνεις κούνια στὴν μουρνιά, εἶναι κακαποδομένη σὰν οὔλα ἐπὰ πέρα. Ὅποτε θὲς πέρνα νὰ σοῦ βάνω ἕνα συκαλάκι ἢ κιανένα μελομακάρονο ἐδὰ ποὺ ἔρχονται Χριστούγεννα. Ἄντε ἐδὰ στὴ μάνα σου. Πῆγε τέσσερεις καὶ μισὴ θὰ κουζουλαθεῖ ἀπὸ τὴν στενοχώρια τσή.
- Εὐχαριστῶ, ψιθύρισα καὶ πῆγα πρὸς τὴν πόρτα.
- Ἔλα πίσω, νὰ σοῦ δώκω κατιντίς.
Γύρισα. Στὸ χέρι της ἦταν μιὰ μικρὴ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Στυλιανοῦ.
- Φυλάει τα κοπέλια. Μοῦ ἐξήγησε. Αὐτὸς σὲ φύλαξε κι ἀπόψε καὶ δὲν ἔπεσες νὰ βαρεῖς, παιδάκι μου.
Πῆρα τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔβαλα στὴν τσέπη του μπουφάν μου. Ἔπειτα βγῆκα ἔξω. Εἶχε ἤδη σκοτεινιάσει. Οἱ συμμαθητές μου δὲν φαίνονταν πουθενά. Τὰ φῶτα τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἤδη ἀναμμένα. Μπῆκα μέσα. Βρῆκα τὸν ἐπίτροπο νὰ κάθεται σὲ ἕνα στασίδι.
- Γειά σου, μπάρμπα-Βασίλη.
- Γειά σου, Κατερίνη.
- Τὴν γριούλα ποὺ ἔρχεται κάθε ἀπόγευμα τὴν ξέρεις;
- Ἤντα λὲς μωρέ; Τὴν Κωσταντογιώργαινα δὲν κατέω;
- Γιατί ἔρχεται κάθε ἀπόγευμα στὴ ἐκκλησιά;
- Ἄχ, μωρὲ Κατεριώ. Οὔλα θέλεις μπλιο νὰ τὰ μαθαίνεις;
- Πές μου μπάρμπα…
- Τρεῖς καὶ μισὴ ἐσκοτώθηκε ὁ γιός της καὶ κάθε τέθοια ὥρα ἔρχεται ἐπαὲ νὰ τοῦ ἀνάψει κερὶ καὶ νὰ στολίσει τσ’ εἰκόνες. Ἄντε δὰ στὸ σπίτι σου. Ἐβράδιασε!
- Γειά σου, μπάρμπα…
- Γειὰ χαρὰ καὶ σὲ σένα Κατεριὼ καλὰ Χριστούγεννα νὰ ἔχομε κι ὁ Θεὸς νὰ σὲ βλέπει παιδάκι μου…
Ὅταν διηγήθηκα τὴν περιπέτειά μου στοὺς γονεῖς μου, ἀντὶ νὰ μὲ μαλώσουν ὅπως περίμενα μοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάθι τρόφιμα καὶ μοῦ εἶπαν νὰ τῆς τὰ πάω τὴν ἑπόμενη μέρα.
Ἔπειτα πῆγαν κι οἱ δύο νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦν. Ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα ἡ ἀγαθὴ γριούλα ἔκατσε στὸ τραπέζι μας. Φοροῦσε ἕνα καινούργιο φόρεμα κι ἕνα μάλλινο μαντήλι ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου. Τὰ μάτια της εἴχανε μαζέψει ὅλο τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τὴν χαρά της, ποὺ ἐπί τέλους αὐτὲς τὶς γιορτὲς δὲν θὰ ἦταν μόνη.
Πηγή: περιοδικὸ «Κοινωνικὲς τομές», ἔτος 13ο, περίοδος Γ’, τεῦχος 118, Δεκέμβριος 2021