Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μέσα ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ σώματος διανοίγεται ἕνα ἄλλο μάτι, τοῦ πνεύματος τὸ μάτι, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος προσλαμβάνει τὶς ὑπέρτερες πραγματικότητες, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς εὐγένειας, τῆς ψυχῆς τὶς ἄυλες πραγματικότητες.

  • !

    Τὸ μάτι ποὺ θέλει νὰ βλέπει καὶ ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει, τὸ πεινασμένο μάτι, καταλήγει, καταναλώνοντας ὅλο καὶ πιὸ ρυπαρὲς τροφές, νὰ διαφθείρεται. Νὰ χορταίνει μὲ τὰ ὑποπροϊόντα ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ συσκοτίζει ἐπίμονα τὸ μάτι τοῦ πνεύματος, ἐξαναγκάζοντας τὸν ἄνθρωπο νὰ περιοριστεῖ, καὶ ν’ ἀφοσιωθεῖ μόνο σ’ ἐτούτη τὴν ζωή, μόνο στὴν ὁριζόντια κίνηση τῆς ὕπαρξης ποὺ ὁδηγεῖ ἀπαρέγκλιτα στὸν θάνατο, ὑπογραμμίζοντας πὼς ὅ,τι δὲν βλέπει τὸ μάτι τοῦ σώματος, δὲν ὑπάρχει. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόληξη τοῦ πνευματικοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἔχει θερίσει μυριάδες ψυχὲς στὸν ἄπιστο αὐτὸν αἰῶνα τῆς κακουργίας.

  • !

    Ὡστόσο, καὶ τὸ μάτι τοῦ σώματος εἶχε διδαχθεῖ νὰ διακρίνει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, εἶχε διδαχθεῖ νὰ δημιουργεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Τέχνης καὶ εἶχε μάθει νὰ χαίρεται ὅσα διαιώνια γεγονότα εὐγένειας καὶ κάλλους ὄρθωνε ἐμπρός του τὸ παρελθόν. Εἶχε διδαχθεῖ νὰ προσθέτει ὀμορφιὰ καὶ ἁρμονία στὴν ὀμορφιὰ καὶ ἁρμονία τῆς Δημιουργίας καὶ εἶχε συνειδητοποιήσει, ἀναριγῶντας, τὸν κόσμο ὡς ἕναν ἔνθεο ναὸ ὅπου τὸ κάλλος του τὸ ὁρατὸ μιλοῦσε γιὰ τὸ κάλλος τὸ ἀόρατο -γιατί ὁ πνευματικὸς πολιτισμὸς εἶχε δημιουργήσει μιὰν ὀργανικὴ ἑνότητα ἀνάμεσα στὸ μάτι τοῦ σώματος καὶ στὸ μάτι τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὀρθώθηκαν μέσα στὸν δόλιο, φθοροποιὸ χρόνο, τὰ μνημεῖα, ἔτσι διδάχτηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιδιώκει καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι ὄμορφος, καὶ ὁ περίγυρος του.

  • !

    Ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ θέλει τὴν ὀμορφιά, ἔπαψε νὰ τὴν ἐπιδιώκει. Ἀφοῦ καταστρέφει καὶ ἀσχημίζει συστηματικὰ τὴν φύση, ἀσχημίζει καὶ τὸ σπίτι του, καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Βλέποντας παντοῦ τὴ βία καὶ τὸ θάνατο, ἔχασε καὶ τὴν ἀθωότητα, καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ ματιοῦ του, καὶ τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία ὅπου κυοφοροῦνται μέσα σὲ μυστηριώδη διαύγεια τὰ μεγάλα πολιτιστικὰ ἔργα, καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς.

  • !

    Ὁ τρόπος ποὺ ντύνεται, ὁ τρόπος ποὺ συμπεριφέρεται καταδείχνουν τὴ συρρίκνωση τοῦ αἰσθήματος ὀμορφιᾶς καὶ μιὰ ἐκθετιστικὴ χυδαιότητα ἀνυπόφορη.

  • !

    Αὐτὸς ὁ χαλασμὸς τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τοῦ ὑλικοῦ ματιοῦ, -μιὰ διαφθορὰ ποὺ ἐπίμονα συντηρεῖ ἡ τηλεόραση καὶ τὰ λογῆς ἔντυπα τῆς ἐπίπεδης ἐπικαιρότητας- καὶ καταλήγει στὸν σκοτισμὸ τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅρασης.

  • !

    Κάποτε, τὸ χρῆμα, στὸ χέρι πολιτισμένου ἀνθρώπου, μποροῦσε νὰ πλάσει ὀμορφιά. Σήμερα παράγει τὸ κακόγουστο, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μάτι καθαρὸ νὰ διακρίνει τὸ καλόγουστο, τὸ ἁρμονικὸ καὶ εὐγενές. Διψᾶ νὰ ἰδεῖ, ἐπιμένει νὰ βλέπει, μέρα-νύχτα νὰ βλέπει, καὶ τοῦ προσφέρουν μιὰ φαντασμαγορία ἑνὸς ἄσχημου, φτιασιδωμένου ἄθλια κόσμου ὅπου τὸν καλοῦν νὰ ζήσει, νὰ ἐργάζεται, νὰ παράγει καὶ νὰ καταναλώνει ὡς τὸν θάνατό του.

Τὸ διεφθαρμένο μάτι

 

Εἰσερχόμαστε στὴ ζωή, ἀνοίγοντας τὰ μάτια μας στὸν κόσμο. Μὲ τὰ μάτια πρωτογνωρίζουμε τὰ πάντα: τοὺς γονεῖς μας, τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἀγαπημένους μας, ὅλα τὰ πράγματα τοῦ περιγύρου μας, μὲ αὐτὰ προσλαμβάνουμε τὰ μυστήρια τῆς Δημιουργίας ὅλης. Καὶ ὅσα δὲν κατορθώνει νὰ διακρίνει τὸ γυμνὸ μάτι, ὁπλίζεται μὲ ὄργανα κι ἐφευρίσκει ὁ ἄνθρωπος τρόπους γιὰ νὰ τὰ ἰδεῖ, ἔστω καὶ «δι’ ἐσόπτρου».

Μέσα ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ σώματος διανοίγεται ἕνα ἄλλο μάτι, τοῦ πνεύματος τὸ μάτι, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος προσλαμβάνει τὶς ὑπέρτερες πραγματικότητες, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς εὐγένειας, τῆς ψυχῆς τὶς ἄυλες πραγματικότητες. Κι ἐνῷ ἡ σημερινὴ κοινωνία τρέφει μὲ τὶς πολύμορφες πραγματικότητές της -καὶ ὑπερτρέφει- τὴν ὑλική μας ὅραση, ἀφήνει ν’ ἀτροφεῖ ἡ πνευματική μας ὅραση, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ἀνεκλάλητο μυστήριο τοῦ ὑπάρχειν κάθε ἀνθρώπου. Καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας….ο πολιτισμὸς τοῦ ματιοῦ ὁδηγεῖται σὲ μιὰ κινδυνώδη παραφορά. Τὸ μάτι ποὺ θέλει νὰ βλέπει καὶ ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει, τὸ πεινασμένο μάτι, καταλήγει, καταναλώνοντας ὅλο καὶ πιὸ ρυπαρὲς τροφές, νὰ διαφθείρεται. Νὰ χορταίνει μὲ τὰ ὑποπροϊόντα ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ συσκοτίζει ἐπίμονα τὸ μάτι τοῦ πνεύματος, ἐξαναγκάζοντας τὸν ἄνθρωπο νὰ περιοριστεῖ, καὶ ν’ ἀφοσιωθεῖ μόνο σ’ ἐτούτη τὴν ζωή, μόνο στὴν ὁριζόντια κίνηση τῆς ὕπαρξης ποὺ ὁδηγεῖ ἀπαρέγκλιτα στὸν θάνατο, ὑπογραμμίζοντας πὼς ὅ,τι δὲν βλέπει τὸ μάτι τοῦ σώματος, δὲν ὑπάρχει. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόληξη τοῦ πνευματικοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἔχει θερίσει μυριάδες ψυχὲς στὸν ἄπιστο αὐτὸν αἰῶνα τῆς κακουργίας.

Ὡστόσο, καὶ τὸ μάτι τοῦ σώματος εἶχε διδαχθεῖ νὰ διακρίνει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, εἶχε διδαχθεῖ νὰ δημιουργεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Τέχνης καὶ εἶχε μάθει νὰ χαίρεται ὅσα διαιώνια γεγονότα εὐγένειας καὶ κάλλους ὄρθωνε ἐμπρός του τὸ παρελθόν. Εἶχε διδαχθεῖ νὰ προσθέτει ὀμορφιὰ καὶ ἁρμονία στὴν ὀμορφιὰ καὶ ἁρμονία τῆς Δημιουργίας καὶ εἶχε συνειδητοποιήσει, ἀναριγῶντας, τὸν κόσμο ὡς ἕναν ἔνθεο ναὸ ὅπου τὸ κάλλος του τὸ ὁρατὸ μιλοῦσε γιὰ τὸ κάλλος τὸ ἀόρατο -γιατί ὁ πνευματικὸς πολιτισμὸς εἶχε δημιουργήσει μιὰν ὀργανικὴ ἑνότητα ἀνάμεσα στὸ μάτι τοῦ σώματος καὶ στὸ μάτι τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὀρθώθηκαν μέσα στὸν δόλιο, φθοροποιὸ χρόνο, τὰ μνημεῖα, ἔτσι διδάχτηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιδιώκει καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι ὄμορφος, καὶ ὁ περίγυρος του.

Αὐτὲς τὶς διαιώνιες διδαχὲς ἔρχεται σὲ διαδοχικὰ κύματα μιὰ βαρβαρότητα μέσα στὶς τελευταῖες δεκαετίες … καὶ τὶς ἐξανεμίζει. Ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ θέλει τὴν ὀμορφιά, ἔπαψε νὰ τὴν ἐπιδιώκει. Ἀφοῦ καταστρέφει καὶ ἀσχημίζει συστηματικὰ τὴν φύση, ἀσχημίζει καὶ τὸ σπίτι του, καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Βλέποντας παντοῦ τὴ βία καὶ τὸ θάνατο, ἔχασε καὶ τὴν ἀθωότητα, καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ ματιοῦ του, καὶ τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία ὅπου κυοφοροῦνται μέσα σὲ μυστηριώδη διαύγεια τὰ μεγάλα πολιτιστικὰ ἔργα, καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς.

Ἡ ὁρατὴ ζωή, σπίτια, ἔπιπλα, κτίρια δημόσιας χρήσης, ὅλα ὑπηρετοῦν τὸ κακόγουστο καὶ τὸ ἀηδές. Ὁ τρόπος ποὺ ντύνεται, ὁ τρόπος ποὺ συμπεριφέρεται καταδείχνουν τὴ συρρίκνωση τοῦ αἰσθήματος ὀμορφιᾶς καὶ μιὰ ἐκθετιστικὴ χυδαιότητα ἀνυπόφορη. Τὸ ἁπλὸ εἶναι ἀρχοντιά, τὸ ἁπλουστευτικὸ εἶναι κακογουστιὰ καὶ βαρβαρότητα. Ὁ τρόπος ζωῆς ἦταν κάποτε ἕνα καλλιτέχνημα τοῦ συνειδητοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα, μιὰ εἰκόνιση τοῦ παραλόγου καὶ τοῦ ἀνούσιου.

Αὐτὸς ὁ χαλασμὸς τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τοῦ ὑλικοῦ ματιοῦ, -μιὰ διαφθορὰ ποὺ ἐπίμονα συντηρεῖ ἡ τηλεόραση καὶ τὰ λογῆς ἔντυπα τῆς ἐπίπεδης ἐπικαιρότητας- καὶ καταλήγει στὸν σκοτισμὸ τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅρασης. Ἀπὸ τὴν διαφθορὰ αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου -ποὺ εἶναι ὀντολογικῆς σημασίας μετασκευή του- πηγάζει καὶ ἡ ἀσχήμια τοῦ περίγυρου του, καὶ τὸ κακόγουστο τῶν ἔργων του, καὶ τὸ ἀηδὲς τῆς ἐνδυμασίας του, καὶ τὸ χυδαῖο τῆς διασκέδασής του, καὶ ἡ τελικὴ ἀναγωγὴ καὶ λατρευτικὴ ὑποδούλωσή του στὸ χρῆμα. Κάποτε, τὸ χρῆμα, στὸ χέρι πολιτισμένου ἀνθρώπου, μποροῦσε νὰ πλάσει ὀμορφιά. Σήμερα παράγει τὸ κακόγουστο, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μάτι καθαρὸ νὰ διακρίνει τὸ καλόγουστο, τὸ ἁρμονικὸ καὶ εὐγενές. Διψᾶ νὰ ἰδεῖ, ἐπιμένει νὰ βλέπει, μέρα-νύχτα νὰ βλέπει, καὶ τοῦ προσφέρουν μιὰ φαντασμαγορία ἑνὸς ἄσχημου, φτιασιδωμένου ἄθλια κόσμου ὅπου τὸν καλοῦν νὰ ζήσει, νὰ ἐργάζεται, νὰ παράγει καὶ νὰ καταναλώνει ὡς τὸν θάνατό του.

Ὁ πληθωρισμὸς τοῦ εἴδους μας ποὺ προαναγγέλλει μὲ τόση κενόδοξη ἔμφαση ὁ κλωνισμός, θὰ ἐπιτείνει τὸν εὐτελισμό του. Ὅ,τι γίνεται πληθωριστικό, χάνει τὴν ἀξία του καὶ κινδυνεύει. Καὶ ὅμως, κάποτε γιὰ αἰῶνες, ἡ εὐγένεια ἡ διαχρονικὴ τῆς τέχνης μας παρηγοροῦσε γιὰ τὴν θνητότητά μας καὶ τὸ μάτι τοῦ πνεύματός μας ὀρθάνοιχτο, μᾶς βεβαίωνε γιὰ κάποιες ἱερὲς πραγματικότητες ποὺ κατανικοῦσαν τὸν θάνατο. Εἰσερχὸμαστε στὸ νέον αἰῶνα μ’ ἕνα αἴσθημα ἐρήμωσης ποὺ μᾶς σφίγγει τὴν καρδιά.