Ἡ ἀντίληψη ὅτι τιμωρεῖ ὁ Θεὸς ὅσους ἁμαρτάνουν, παραπέμποντας στὸν αὐστηρὸ πατέρα ποὺ τιμωρεῖ τὰ ἄτακτα παιδιά του, φαίνεται πὼς δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση, τὸ «πῦρ τὸ ἐξώτερον», καὶ ἀρκετοὶ Πατέρες μᾶς παροτρύνουν νὰ σκεφτόμαστε τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ δυσκίνητοι στὸ κακό.
Ἂν καὶ τὸ πιὸ πάνω εἶναι ἀλήθεια, ὡστόσο δὲν εἶναι ὅλη ἡ Ἀλήθεια. Ὅπως δὲν ἀποδίδουμε ὁλοκληρωμένη τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου, τονίζοντας μία πτυχὴ τῆς προσωπικότητάς του, ἔτσι καὶ ἡ ὅποια παιδαγωγικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ, σὲ συλλογικὸ ἢ προσωπικὸ ἐπίπεδο, δὲν ἀποδίδει αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός: Ἀγάπη χωρὶς ὅρια!
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται μόνο ὡς Θεὸς, ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόζεται ὁ Νόμος Του, ἀλλὰ κι ὡς Θεὸς ἀγάπης πατρικῆς, ποὺ συγχωρεῖ καὶ συγκαταβαίνει στὶς ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ Του. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀγάπη Του εἶναι τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς συμπεριφορᾶς Του, γιατί ἐκφράζει τὸ εἶναι Του. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη κινούμενος, ἀφήνει νὰ ταλαιπωρηθεῖ, νὰ δυσκολευτεῖ ὁ λαός Του, γιὰ νὰ ἐπανέλθει στὸ δρόμο ποὺ τοῦ ὅρισε καὶ ποὺ οὐσιαστικὰ θέλει κι ὁ λαός!
Ὅσο καὶ νὰ μιλᾶ κανείς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, παραμένει στὴν θεωρία, ἂν δὲν βιώθηκε σὲ συγκεκριμένο χρόνο μὲ συγκεκριμένη ἐμπειρία. Ὄχι μόνο ὡς βοήθεια ἀπρόσμενη σὲ μία δύσκολη στιγμή ἀλλὰ κι ὡς ἀγκάλιασμα ψυχῆς σὲ χρόνο παγωμάρας, ἐγκατάλειψης, μοναξιᾶς. Γιατί, ὅποιος ἔνιωσε νὰ βρίσκεται στὸν Ἅδη, μπορεῖ νὰ καταλάβει τί σημαίνει νὰ σὲ ἁρπάζει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ σὲ ἀνεβάζει στὸ Φῶς. Τότε, ἀποδέχεσαι τὴν τέλεια καὶ εἰλικρινῆ Του ἀγάπη, ἀφοῦ δὲν στηρίζεται στὸ τί εἶσαι ἢ ἔκανες ἀλλὰ στὸ τί εἶναι Αὐτός: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί».
Νὰ γιατί δὲν ὑπάρχει ἴχνος ἐκδικητικότητας ἢ ἀνθρωπίνων παθῶν στὸν ἀπαθῆ Θεό. Οἱ ὅποιες ἀναφορὲς γίνονται ὡς παραλληλισμὸς τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, μὲ ἀνθρωπομορφικὰ δεδομένα γιὰ νὰ κατανοήσει ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουν στὴ συγκράτηση τῆς κατρακύλας, ποὺ γίνεται ἡ ζωὴ χωρὶς Χριστό!
Ὁ πονηρὸς χρησιμοποιεῖ δυὸ ἀκρότητες, γιὰ νὰ ἀποπροσανατολίσει ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ: νὰ παρουσιάσει τὸν Θεὸ ως ἄτεγκτο, σκληρὸ καὶ ἀπαιτητικὸ ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο καὶ δεύτερη νὰ τὸν παρουσιάσει ὡς συγκαταβατικὸ συγχωρητικὸ καὶ ἀδιάφορο μάλλον γιὰ τὴν ὑγιῆ πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ μία φωνάζει «νὰ τὸν φοβᾶσαι» καὶ στὴν ἄλλη «μὴν τὸν λαμβάνεις ὑπόψιν».
Οἱ ὅποιες δοκιμασίες, δυσκολίες καὶ πειρασμοί, καθόλου δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ «τιμωρίες», ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἄτσαλη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή μας, εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν συλλογικῶν ἢ προσωπικῶν ἐπιλογῶν. Παρόλ’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη Του τὶς μεταποιεῖ σὲ μέσα ταπείνωσης, μετάνοιας, ἀναθεώρησης τῆς πορείας, ἂν βέβαια θέλει ὁ ἄνθρωπος.
Μέσα ἀπὸ τὶς ὀρθόδοξες κατηχήσεις καί, κυρίως, ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῆς καθημερινότητας, μποροῦμε νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεὸς τιμωρεῖ καὶ νὰ χαροῦμε τὴν παρουσία Του, τὴν ἀγάπη Του, τὴν ὀμορφιὰ νὰ σχετιζόμαστε μὲ τέτοιον Θεό.