Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἄν ἀφήναμε τὴ ζωὴ τῆς προσευχῆς νὰ γίνει ἕρμαιο τῶν ψυχικῶν μας διαθέσεων, ἴσως μερικὲς φορὲς νὰ προσευχόμαστε θερμὰ καὶ εἰλικρινά, γιὰ μεγάλα ὅμως χρονικὰ διαστήματα θὰ χάναμε κάθε προσευχητικὴ ἐπαφή μας μὲ τὸν Θεό.

  • !

    Εἶναι μεγάλος πειρασμὸς νὰ ἀναβάλλουμε τὴν προσευχὴ, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ νιώσουμε ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν σκέψη, ὅτι κάθε προσευχὴ ἢ κάθε κίνηση πρὸς τὸ Θεό, στὶς συναισθηματικὰ ἄγονες περιόδους τῆς ζωῆς μας, δὲν εἶναι εἰλικρινής.

  • !

    Πρέπει νὰ πιστεύουμε σὲ ὅ,τι ὑπάρχει μέσα μας, ἔστω κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε σὲ μία δεδομένη χρονικὴ στιγμή. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ὑπάρχει, ἔστω κι ἂν δὲν πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμό.
    Καὶ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ βίωμα, ὅτι Αὐτὸς πάντοτε ἀγαπάει καὶ πάντοτε εἶναι παρὼν καὶ τότε, ποὺ πραγματικὰ ἐμεῖς δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παρουσία Του.

Σχέση προσευχῆς καὶ ψυχικῆς διάθεσης

 

Ὅταν βρισκόμαστε σὲ καλῆ πνευματικὴ κατάσταση, ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ λατρευτικὴ διάθεση, ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅταν, καθὼς λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μιλάει τὸ στόμα» (Λούκ. 6, 45), τότε δὲν ὑπάρχει πρόβλημα προσευχῆς. Μιλᾶμε ἐλεύθερα στὸν Θεό, μὲ λέξεις πού μᾶς ταιριάζουν περισσότερο. Ἀλλά, ἂν ἀφήναμε τὴ ζωὴ τῆς προσευχῆς νὰ γίνει ἕρμαιο τῶν ψυχικῶν μας διαθέσεων, ἴσως μερικὲς φορὲς νὰ προσευχόμαστε θερμὰ καὶ εἰλικρινά, γιὰ μεγάλα ὅμως χρονικὰ διαστήματα θὰ χάναμε κάθε προσευχητικὴ ἐπαφή μας μὲ τὸν Θεό.

Εἶναι μεγάλος πειρασμὸς νὰ ἀναβάλλουμε τὴν προσευχὴ, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ νιώσουμε ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν σκέψη, ὅτι κάθε προσευχὴ ἢ κάθε κίνηση πρὸς τὸ Θεό, στὶς συναισθηματικὰ ἄγονες περιόδους τῆς ζωῆς μας, δὲν εἶναι εἰλικρινής. Ὅλοι γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν πεῖρα μας, ὅτι ἔχουμε ποικιλία συναισθημάτων, ποὺ δὲν ἔρχονται στὸ προσκήνιο σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Μία ἀρρώστια ἢ μία μεγάλη στενοχώρια μπορεῖ νὰ τὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν συνειδητὸ χῶρο τῆς ψυχῆς μας.

Πολλὲς φορές, ἀκόμα καὶ ὅταν ἀγαπᾶμε βαθιὰ κάποιον, δὲν τὸ αἰσθανόμαστε, παρόλο ποὺ ξέρουμε καλὰ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ζωντανὴ μέσα μας. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στὶς σχέσεις μας μὲ τὸ Θεό. Ἐξαιτίας ἐσωτερικῶν ἢ ἐξωτερικῶν παραγόντων, δὲν εἴμαστε σὲ θέση μερικὲς φορές, νὰ ζήσουμε συνειδητὰ τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸ Θεό. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε μὲ βάση, ὄχι αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε.

Πρέπει νὰ πιστεύουμε σὲ ὅ,τι ὑπάρχει μέσα μας, ἔστω κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε σὲ μία δεδομένη χρονικὴ στιγμή. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ὑπάρχει, ἔστω κι ἂν δὲν πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμό.

Καὶ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ βίωμα, ὅτι Αὐτὸς πάντοτε ἀγαπάει καὶ πάντοτε εἶναι παρὼν καὶ τότε, ποὺ πραγματικὰ ἐμεῖς δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παρουσία Του.