Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὰ ἐπίπονα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ τὰ χαρμόσυνα εἶναι ἡ παρουσία τῆς Χάρης τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία παρηγορεῖ τὴν ψυχή μας, ὅσες φορὲς μᾶς στηρίζει ἡ Θεία του Πρόνοια.

  • !

    Ἀτενίζοντας σταθερὰ στὰ πρότυπά μας, τὸ βίο τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἡρώων τῆς πίστης μας, μαρτύρων, ὁμολογητῶν καὶ ὁσίων, ἀντιγράφουμε μὲ πόθο τὸν ἀγῶνα τους «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῆ ἡ διακονία» (Β’ Κόρ. ς’, 3).

  • !

    Ἂν καὶ, κατὰ τὴ Γραφῆ, ἡ ζωή μας διαιρεῖται σὲ σαρκική, ψυχικὴ καὶ πνευματική, ἐμεῖς «οἱ τοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. ε’, 24), ὡς συνετοί, δὲν θὰ κινηθοῦμε παράλογα, ὥστε νὰ ὑποκύψουμε σὲ ὅσα προκαλοῦν βλάβη.

  • !

    Μὲ θάρρος, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι κατὰ σκοπὸν διώκομεν ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φίλ. γ’, 13), τὸ ὁποῖο ὁ Κύριός μας μᾶς ἑτοίμασε, πρὶν ἀκόμη μᾶς καλέσει στὴ Θεία του ἐπίγνωση.

Στὴ ζωή μας εἶναι ἑνωμένα ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Χάρη

 

«Τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες»

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, δὲν θὰ σταματήσουμε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀσχολούμαστε καὶ νὰ ὑπενθυμίζουμε τὸ σκοπὸ ποὺ ἐπιδιώκουμε.

Στὴ ζωή μας εἶναι ἑνωμένα ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Χάρη.

Τὰ ἐπίπονα εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ τὰ χαρμόσυνα εἶναι ἡ παρουσία τῆς Χάρης τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία παρηγορεῖ τὴν ψυχή μας, ὅσες φορὲς μᾶς στηρίζει ἡ Θεία του Πρόνοια.

Ἡ κολακευτικὴ μορφὴ τῆς Χάρης τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἀποδέχεται τὴν πρόθεση καὶ τὴν προσφορά μας, εἶναι εἴδηση, ὅτι ἔρχονται θλίψεις καὶ κόποι.

Γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται συνεχὴς ὁμολογία, γιὰ τὸ βραβεῖο ποὺ μᾶς περιμένει.

Ἀφοῦ, κατὰ τὴ Γραφὴ, «πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων» (Ψάλμ. Λγ, 19) καὶ «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν» (Πράξ. ζ, 10), ἐμεῖς ἐπιμένουμε στὴν πρώτη μας ὑπόσχεση καὶ δὲν ἀνακαλοῦμε τὴν ἀπόφασή μας γιὰ τὴν ἀποταγή, ἡ ὁποία «οὐδὲν ἄλλο ἐστί, εἰ μὴ σταυροῦ καὶ θανάτου ἐπαγγελία».

Ἀτενίζοντας σταθερὰ στὰ πρότυπά μας, τὸ βίο τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἡρώων τῆς πίστης μας, μαρτύρων, ὁμολογητῶν καὶ ὁσίων, ἀντιγράφουμε μὲ πόθο τὸν ἀγῶνα τους «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῆ ἡ διακονία» (Β’ Κόρ. ς’, 3).

Ἂν καὶ, κατὰ τὴ Γραφῆ, ἡ ζωή μας διαιρεῖται σὲ σαρκική, ψυχικὴ καὶ πνευματική, ἐμεῖς «οἱ τοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. ε’, 24), ὡς συνετοί, δὲν θὰ κινηθοῦμε παράλογα, ὥστε νὰ ὑποκύψουμε σὲ ὅσα προκαλοῦν βλάβη.

Νεκρώνοντας «τὰ μέλη ἡμῶν τά ἐπὶ τῆς γῆς», ταπεινώνουμε καὶ δαμάζουμε τὴ σάρκα, παρέχοντας σ’ αὐτὴν τὰ ἀναγκαῖα, ὅσα διδάσκει καὶ ἡ ἱερὴ κοινοβιακή μας παράδοση.

Μετὰ, ὑποτάσσοντας τὸ θέλημα καὶ τὴν κρίση μας στὴ μακάρια ὑποταγή, ὑπακούουμε στοὺς προϊσταμένους μας.

Ἔτσι, καταργοῦμε τὰ συναισθήματα τοῦ ψυχικοῦ μέρους καὶ παραμένει ὑγιὲς τὸ πνευματικό μας μέρος, μὲ τὶς ἀκατάπαυστες δεήσεις καὶ ἱκεσίες.

Ἀναμένουμε ἀπὸ τὸν Κύριό μας τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία.

Αὐτὸς θὰ μᾶς ἀποκαλέσει «ἅλας τῆς γῆς καὶ φῶς τοῦ κόσμου» (Μάτ. ε’, 13, 14).

Μὲ θάρρος, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι κατὰ σκοπὸν διώκομεν ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φίλ. γ’, 13), τὸ ὁποῖο ὁ Κύριός μας μᾶς ἑτοίμασε, πρὶν ἀκόμη μᾶς καλέσει στὴ Θεία του ἐπίγνωση.

Ἡ ζωή μας δίκαια χαρακτηρίζεται ἀπ’ ὅλους μας πνευματική. Μᾶς παραδέχονται καὶ μᾶς ὀνομάζουν πνευματικούς.

Αὐτό μᾶς ἀναγκάζει καὶ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ ἀποδεικνύουμε πρακτικὰ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα.

Ὅτι, δηλαδή, δὲν ζοῦμε «κατὰ σάρκα» ἀλλὰ «κατὰ πνεῦμα».

Ἐλεύθεροι ἀπὸ ἐπιθυμίες, πάθη καὶ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὴν ἔνοχη καὶ σαρκικὴ ζωή.