Ὑπομονή. Ἀκούγεται συνήθως, ὡς ἑνὸς ἄλλου εἴδους ἠρεμιστικό. Ὡς ὑποχρεωτικὴ ἀποδοχὴ μίας κατάστασης ποὺ δὲν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει. Ὡς ἔκφραση ποὺ ἀντιστοιχεῖ νὰ λέγεται σὲ καταστάσεις ἀποτυχίας, ἔντασης, πένθους.
Ἡ ὑπομονὴ γίνεται τότε παθητική, ἀπωθητικὴ στάση παραίτησης, ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ ἀδύναμους, ἀνήμπορους καὶ ἠττοπαθεῖς. Ἀντιπροσωπεύει μία γεροντικὴ στάση ἀπόσυρσης σὲ περίοδο προχωρημένης ἀνημπόριας. Στὴν καλύτερη περίπτωση, ἀντιστοιχεῖ σὲ μία αἴθουσα ἀναμονῆς ποὺ ὁ χρόνος γίνεται βασανιστικός.
Ἡ διαστρέβλωση τῆς ὑπομονῆς σὲ ἀνοχή, σὲ παθητικότητα, σὲ ἀπουσία δράσης, σὲ παράδοση στὸ μοιραῖο, ἀφαιρεῖ τὴ δύναμή της καὶ τὴν καθιστὰ μία σχηματικὴ νεκρὴ ἔκφραση κάποιου, ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ ἀκούει δυσάρεστα γεγονότα.
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ὁ εὐλογημένος χρόνος, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου δὲν ὑφίσταται ἀντίδραση, ἀφοῦ συντελεῖται ἐπεξεργασία τῶν δεδομένων. Γίνεται ἀναζήτηση κάτω ἀπὸ τὴν ταραγμένη ἐπιφάνεια τῶν βαθύτερων στοιχείων, ποὺ θὰ προσφέρουν τὴν κατανόηση αὐτῶν ποὺ ἔμοιαζαν ἀνεξήγητα.
Εἶναι ὁ εὐλογημένος χρόνος ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς παρορμητικῆς ἀντίδρασης, ἡ ὁποία συνεπάγεται τὴ μίζερη ἐπανάληψη ἀτελέσφορων συμπεριφορῶν. Εἶναι ὁ εὐλογημένος χρόνος ποὺ ἀρνεῖται νὰ καταναλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀδηφάγο ἀνάγκη, γιατί ἀναζητᾶ τὴν ἐλευθερία τῆς ὑπέρβασης.
Ὑπομονὴ εἶναι τὸ χειμερινὸ τοπίο τοῦ κάμπου, ὅπου δὲ φαίνεται τίποτα νὰ συμβαίνει. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια ὅμως, μέσα στὴ γῆ, συντελεῖται ἡ μαγικὴ μετάλλαξη τοῦ σπόρου σὲ φυτό.
Ἑπομένως, ἡ ὑπομονὴ δὲν σημαίνει τὴ μη-ἀντίδραση ἀλλὰ τὴν ἐπεξεργασμένη στάση, ποὺ ἀποφεύγει τὴν παρορμητικὴ ἀντίδραση.
Ἡ ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς, συνεπῶς, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἕνα ἁπλὸ ξεπέρασμα τῆς δύσκολης στιγμῆς ἀλλὰ σὲ μία δυναμικὴ ἄσκησης, ἐνδυνάμωσης καὶ ἐλευθερίας. Ἡ ὑπομονὴ, δηλαδὴ, ἀναπαριστᾶται μὲ τὴν κοπιαστικὴ ἄνοδο σὲ μία κορυφή, ποὺ προσφέρει μία πανοραμικὴ θέαση.
Ὑπομονὴ δὲν σημαίνει τὴν ἀποδοχὴ τοῦ κλουβιοῦ, ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν ἐλευθερία τοῦ πετάγματος, ἀλλὰ τὴ μακρόχρονη καὶ ἀπαιτητικὴ ἐπεξεργασία τῶν ὄρων ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν πτήση.
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι σίγουροι γιὰ τὶς ἐπιλογές τους. Ποὺ δὲν παρασύρονται ἀπὸ εὔκολους ἐνθουσιασμοὺς καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἀπογοητεύονται καὶ εὔκολα. Ἡ ὑπομονὴ, δηλαδὴ, εἶναι ἡ σιγουριὰ ποὺ ἐπιτρέπει τὴ διάρκεια καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἀνυπόμονοι θὰ ἔχουν χάσει τὸν ἐνθουσιασμό τους καὶ θὰ ἔχουν ἐγκαταλείψει τὸν ἀγῶνα.