Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἀφ’ ὅτου ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε τὸ σοβαρώτερον σημεῖον τῆς ἀντιλογίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσωπικότης Του καὶ ἡ διδασκαλία Του ὑψώνονται ὡς στήλη φωτεινή, ποὺ ἑλκύει ὁπωσδήποτε τὴν προσοχὴν ὅλων ἀλλὰ καὶ καλεῖ ὅλους νὰ λάβουν θέσιν ἀπέναντι της. Ἀναλόγως δὲ πρὸς τὴν στάσιν ποὺ παίρνουν ἀπέναντι τοῦ Χρίστου, χωρίζονται πάντοτε εἰς δύο παρατάξεις οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας κινεῖται περὶ ἄξονα τὸν Χριστόν.

  • !

    Πράγματι! Ἄτομα καὶ οἰκογένειαι, ποὺ Τὸν δέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς τὸ θέλημά Του ἔχουν μίαν ἐξέλιξιν «εἰς ἀνάστασιν», τ.ε. ἐξέλιξιν εὐτυχῆ, παρ’ ὅλας τὰς τυχὸν δοκιμασίας των. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ παίρνουν ἀρνητικὴν στάσιν καὶ δὲν δέχονται ὑποταγὴν εἰς τὸ θεῖον Του θέλημα, ἐξελίσσονται κατὰ τρόπον ποῦ ὁδηγεῖ «εἰς πτῶσιν», δηλ. ἐπακολουθεῖ εἰς αὐτοὺς κατάπτωσις καὶ καταστροφή, «σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ρώμ. γ’ 16-17), διότι τὸ εἶπε πρὸ αἰώνων πολλῶν ὁ προφήτης, «οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς, ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται» (Ψάλμ. ὀβ’ 27).

  • !

    Ἄλλοι μὲν εὐλαβῶς ὑποκλίνονται ἐνώπιον τῆς ἁγίας Του προσωπικότητας καὶ εὐλαβῶς ὑπακούουν εἰς τὸ θεῖον Τοῦ θέλημα. Καὶ σοφοὶ τοῦ κόσμου καὶ ἁπλοϊκοί τοῦ λάου. Ὑπὸ τὴν σημαίαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπὶ τῶν γραμμῶν τοῦ Εὐαγγελίου Του, συναντῶνται ὅσοι ὁμολογοῦν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς Αὐτὸν, λατρεύοντες τὴν θεότητά Του. Ἄλλοι ὅμως ἔχουν τὰς ἐπιφυλάξεις των. Τὸν θεωροῦν ἁπλῶς ὡς μίαν ὑπέροχον φυσιογνωμίαν ἀλλὰ προβάλλουν τὰς ἀμφιβολίας των ἐν σχέσει πρὸς τὴν Θεότητά Του.

  • !

    Διότι ὁ Κύριος δὲν προβάλλει μόνον ὡς διδάσκαλος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπαίτησιν τῆς συμμορφώσεως τῆς ζωῆς μας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν Του. Διχάζονται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἄλλοι μέν, κατανοοῦντες ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη ἠθικὴ διδασκαλία, τὴν ἀποδέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς αὐτὴν, ἄλλοι ὅμως ἐπαναλαμβάνουν «σκληρὸς ἐστὶν οὗτος ὁ λόγος, τὶς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (Ἴω. στ’ 60).

  • !

    Διότι ὁ θέλων νὰ ἐμφανίζεται ὅτι εἶναι ἀδιάφορος καὶ οὐδέτερος, εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ἀρνητής. Εἶναι δὲ καὶ ἔνοχος, ὡς σύμμαχος τοῦ κάκου, καὶ ὑπολογίζεται εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀρνουμένων τὸν Κύριον καὶ τὸ θέλημα Του. Μεγάλη, δυστυχῶς, μερὶς τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οὔτε θερμοὶ οὔτε ψυχροί. Εἶναι χλιαροί. Καὶ ὁ Κύριος λέγει, ὅτι τὸ χλιαρόν, ὅταν τίθεται εἰς τὸ στόμα, προκαλεῖ τὸν ἔμετον (εἶναι φράσις τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Κυρίου γ’ 16), διὰ νὰ δήλωση, ὅτι μᾶς θέλει θερμοὺς καὶ ἀφοσιωμένους εἰς Αὐτὸν, μὲ ἀγωνιστικὴν προσπάθειαν καὶ θέλησιν νὰ ἐφαρμόσωμεν τὴν γραμμὴν τῆς διδασκαλίας Του εἰς τὸν βίον μας. Ἂν εἴμεθα χλιαροί, δὲν μᾶς θεωρεῖ, ὅτι εἴμεθα μαζί Του. Ἀντιθέτως, θεωρεῖ, ὅτι οἱ χλιαροὶ εἶναι πραγματικῶς ψυχροὶ καὶ σύμμαχοι εἰς τὸ κακόν.

Σημεῖον ἀντιλεγόμενον

 

«Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ

καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον»(Λουκ. β’ 34).

 

Μὲ συγκίνησιν πολλὴν ὁ δίκαιος Συμεῶν κρατεῖ εἰς τὰς ἀγκάλας του τὸ θεῖον βρέφος. Ἡ καρδία του εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγαλλίασιν. Ἔχει ἐστραμμένον τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ χείλη του κινοῦνται εὐλαβικά, διὰ νὰ προφέρουν θερμὴν ευχήν, τὴν ὁποίαν ἡ μακαριὰ ἐκείνη στιγμὴ ἔφερεν εἰς τὸ στόμα του, «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα…» Ὁ τρισευτυχισμένος ἐκεῖνος πρεσβύτης στρέφεται κατόπιν πρὸς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ τῆς εἴπη βαρυσήμαντους λόγους. Μὲ σοβαρότητα, ἡ ὁποῖα χαρακτηρίζει προφήτην φωτισμένον ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκαλύπτοντα τὰς βουλὰς τοῦ Ὑψίστου, λέγει: «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Λόγοι ἀληθῶς προφητικοί, τοὺς ὁποίους ἡ Παναγία ἀκούει, ὄχι ἁπλῶς μὲ συγκίνησιν ἀλλά μὲ δέος. Διότι προφητεύουν γεγονότα θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα, ἔφ’ ὅσον μάλιστα συνεχίζονται μὲ τὴν διαβεβαίωσιν: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία», τ.ε καὶ τὴν ἰδικήν σου μητρικὴν καρδίαν θὰ διατρυπήση δίστομος μάχαιρα. Αἱ τελευταῖαι λέξεις τῆς προφητείας αὐτῆς ἀναφέρονται εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ ἐσπαράσσετο ἡ μητρικὴ καρδία. Τὰ προηγούμενα ὅμως προφητικὰ λόγια, «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», εἶχον καὶ ἔχουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν εἰς πᾶσαν ἐποχήν.

  1. «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἀφ’ ὅτου ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔγινε τὸ σοβαρώτερον σημεῖον τῆς ἀντιλογίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσωπικότης Του καὶ ἡ διδασκαλία Του ὑψώνονται ὡς στήλη φωτεινή, ποὺ ἑλκύει ὁπωσδήποτε τὴν προσοχὴν ὅλων ἀλλὰ καὶ καλεῖ ὅλους νὰ λάβουν θέσιν ἀπέναντι της. Ἀναλόγως δὲ πρὸς τὴν στάσιν ποὺ παίρνουν ἀπέναντι τοῦ Χρίστου, χωρίζονται πάντοτε εἰς δύο παρατάξεις οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας κινεῖται περὶ ἄξονα τὸν Χριστόν. Τὸ βαθύτερον νόημα τῶν ἱστορικῶν γεγονότων κάθε ἐποχῆς δὲν εἶναι — ὅπως ἠθέλησαν αὐθαιρέτως νὰ ὑποστηρίξουν μερικοὶ — ἀπαύγασμα ὑλικῶν (καὶ δὴ οἰκονομικῶν) παραγόντων, ἀλλ’ εἶναι ἔκφρασις καὶ ἐκδήλωσις τῆς στάσεως, ποὺ λαμβάνουν ἑκάστοτε οἱ λαοὶ ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Νόμου Του. Αὐτὸς εἶναι τὸ «ἀντιλεγόμενον σημεῖον». Ἄλλοι Τὸν δέχονται καὶ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται. Ἄλλοι τάσσονται ὑπὸ τὴν σημαίαν Του, πιστοὶ στρατιῶται τῆς βασιλείας Του, καὶ ἄλλοι πολεμοῦν τὰ ἰδανικὰ ποὺ Ἐκεῖνος ἔγραψε μὲ τὸ Αἷμα τῆς θυσίας Του. Καὶ ἡ μετὰ Χριστὸν Ἱστορία, διὰ μέσου ποικίλων γεγονότων, δεικνύει τὴν κίνησιν καὶ τὴν πορείαν ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ καμπύλη τῆς χριστιανικότητος ἢ μὴ τῆς ζωῆς τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν. Πράγματι! Ἄτομα καὶ οἰκογένειαι, ποὺ Τὸν δέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς τὸ θέλημά Του ἔχουν μίαν ἐξέλιξιν «εἰς ἀνάστασιν», τ.ε. ἐξέλιξιν εὐτυχῆ, παρ’ ὅλας τὰς τυχὸν δοκιμασίας των. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ παίρνουν ἀρνητικὴν στάσιν καὶ δὲν δέχονται ὑποταγὴν εἰς τὸ θεῖον Του θέλημα, ἐξελίσσονται κατὰ τρόπον ποῦ ὁδηγεῖ «εἰς πτῶσιν», δηλ. ἐπακολουθεῖ εἰς αὐτοὺς κατάπτωσις καὶ καταστροφή, «σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ρώμ. γ’ 16-17), διότι τὸ εἶπε πρὸ αἰώνων πολλῶν ὁ προφήτης, «οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς, ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται» (Ψάλμ. ὀβ’ 27). Καὶ κοινωνίαι ὁλόκληροι ὁδηγοῦνται «εἰς ἀνάστασιν» ἢ εἰς «πτῶσιν», ἀναλόγως τῆς ἐπικρατήσεως εἰς αὐτὰς χριστιανικοῦ ἢ ἀντιχριστιανικοῦ πνεύματος. Ὑπάρχει καὶ τοῦ πολιτισμοῦ πτῶσις καὶ ἀνάστασις (ἄνοδος), ἀναλόγως πρὸς τὸ κλίμα καὶ τὰ ρεύματα ποῦ ἐπικρατοῦν. Μὲ τὴν χριστιανικὴν πνοὴν προάγεται ὁ πολιτισμός καὶ χωρὶς αὐτὴν φθάνει γρήγορα εἰς τὴν παρακμὴν καὶ τὴν δύσιν του. Εἶναι ἀδιάψευστος ἡ προφητεία, ὅτι ὃ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον».
  2. Ἤδη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου ἐτέθη αὐτὸ τὸ δίλημμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ παρουσιάζετο ἡ Προσωπικότης Του καὶ τὸ κήρυγμά Του ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ὑπὸ διπλῆν ἔννοιαν. Πρῶτον μὲν πολλοὶ διηρωτῶντο: «Τὶς ἄρα οὗτος ἐστίν»; (Μάρκ. δ’ 41). Μήπως ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος δὲν ἠρώτησε τοὺς μαθητάς Του, διὰ νὰ ἀκουσθῇ ἡ ἀπήχησις τῆς κοινῆς γνώμης, «τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Μάτθ. ἰστ’ 13). Καὶ ἡ ἀπάντησις, ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν, ἦτο: «οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕναν τῶν προφητῶν». Ἄλλα καί, πάλιν ἐρωτᾶ ὁ Κύριος: «Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;» Καί, ἐξ ὀνόματός των, ὁ Πέτρος ἐκφράζει τὸ ἀληθὲς φρόνημα περὶ τοῦ Χρίστου καὶ πανηγυρικῶς ὁμολογεῖ: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (αὔτ. 14-16). Ἔκτοτε, διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν, ὅλοι οἱ σοβαρῶς σκεπτόμενοι ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὸ ἐρώτημα τοῦτο: «τίς ἄρα οὗτος ἐστίν»; Ποῖος εἶναι λοιπὸν Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς θεία μορφή, ὡς προσωπικότης ἁγιωτάτη καὶ ὡς διδάσκαλος ὑψηλοτάτων ἀληθειῶν;

Ἄλλοι μὲν εὐλαβῶς ὑποκλίνονται ἐνώπιον τῆς ἁγίας Του προσωπικότητας καὶ εὐλαβῶς ὑπακούουν εἰς τὸ θεῖον Τοῦ θέλημα. Καὶ σοφοὶ τοῦ κόσμου καὶ ἁπλοϊκοί τοῦ λάου. Ὑπὸ τὴν σημαίαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπὶ τῶν γραμμῶν τοῦ Εὐαγγελίου Του, συναντῶνται ὅσοι ὁμολογοῦν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς Αὐτὸν, λατρεύοντες τὴν θεότητά Του. Ἄλλοι ὅμως ἔχουν τὰς ἐπιφυλάξεις των. Τὸν θεωροῦν ἁπλῶς ὡς μίαν ὑπέροχον φυσιογνωμίαν ἀλλὰ προβάλλουν τὰς ἀμφιβολίας των ἐν σχέσει πρὸς τὴν Θεότητά Του.

Δὲν εἶναι ὅμως ὁ Κύριος μόνον ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς πίστεως «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἠθικολογικοῦ πεδίου. Διὰ τοῦτο κυρίως «σχίσμα ἐγένετο ἐν τῷ ὄχλῳ δι’ αὐτόν» (Ἴω. ζ’ 43). Διότι ὁ Κύριος δὲν προβάλλει μόνον ὡς διδάσκαλος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπαίτησιν τῆς συμμορφώσεως τῆς ζωῆς μας σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν Του. Διχάζονται λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἄλλοι μέν, κατανοοῦντες ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη ἠθικὴ διδασκαλία, τὴν ἀποδέχονται καὶ συμμορφώνονται πρὸς αὐτὴν, ἄλλοι ὅμως ἐπαναλαμβάνουν «σκληρὸς ἐστὶν οὗτος ὁ λόγος, τὶς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (Ἴω. στ’ 60). Σκληραὶ δηλ. αἱ ἀπαιτήσεις τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ποῖος μπορεῖ νὰ τὴν ἀκούη καὶ νὰ τὴν ἀποδέχεται; Στρέφουν λοιπὸν τὰ νῶτα καὶ ἐγκαταλείπουν τὴν γραμμὴν τοῦ Κυρίου, καθ’ ὅν χρόνον ἄλλοι, συνετώτεροι καὶ μὲ εἰλικρινεστέραν διάθεσιν, ἐπαναλαμβάνουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», (αὔτ. 68) ποῦ ἄλλου νὰ καταφύγωμεν ἕκτος ἀπὸ Σένα; σὺ δίδεις τὴν ὀρθὴν κατεύθυνσιν τοῦ βίου καὶ ἐξασφάλισιν ζωῆς αἰωνίου.

  1. Ἐνῶ ὅμως ὁ Κύριος, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, παρουσιάζεται ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν», ἀναλόγους τῆς στάσεως ἑνὸς ἑκάστου, μένει πραγματικότης ἀνεπίδεκτος ἀμφισβητήσεως, ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐξάπαντος θὰ πάρη θέσιν ἢ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἢ κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φαντάζονται πολλοί, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη, νὰ λάβουν δηλαδὴ μίαν στάσιν ἀδιάφορον, καὶ οὔτε ἔνθερμον ἀποδοχὴν τῆς χριστιανικῆς πίστεως νὰ ἔχουν ἀλλὰ οὔτε καὶ πολεμικήν, εἶναι αὐταπάτη. Διότι «ὁ μὴ ὤν μὲ τ’ ἐμοῦ, κατ’ ἐμοῦ ἐστὶν» (Μάτθ. ἰβ’ 30), εἶπεν ὁ Κύριος. Ἐκείνη ἡ δῆθεν οὐδετερότης, ἡ ὁποῖα καὶ εἰς τὰ ἐπίμαχα διεθνῆ ζητήματα δίδει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι πρόκειται περὶ ἀρνήσεως καὶ ἀπροθυμίας διὰ σύμπραξιν καὶ βοήθειαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη εἰς τὰς σχέσεις μας ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ θέλων νὰ ἐμφανίζεται ὅτι εἶναι ἀδιάφορος καὶ οὐδέτερος, εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ἀρνητής. Εἶναι δὲ καὶ ἔνοχος, ὡς σύμμαχος τοῦ κάκου, καὶ ὑπολογίζεται εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀρνουμένων τὸν Κύριον καὶ τὸ θέλημα Του. Μεγάλη, δυστυχῶς, μερὶς τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οὔτε θερμοὶ οὔτε ψυχροί. Εἶναι χλιαροί. Καὶ ὁ Κύριος λέγει, ὅτι τὸ χλιαρόν, ὅταν τίθεται εἰς τὸ στόμα, προκαλεῖ τὸν ἔμετον (εἶναι φράσις τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Κυρίου γ’ 16), διὰ νὰ δήλωση, ὅτι μᾶς θέλει θερμοὺς καὶ ἀφοσιωμένους εἰς Αὐτὸν, μὲ ἀγωνιστικὴν προσπάθειαν καὶ θέλησιν νὰ ἐφαρμόσωμεν τὴν γραμμὴν τῆς διδασκαλίας Του εἰς τὸν βίον μας. Ἂν εἴμεθα χλιαροί, δὲν μᾶς θεωρεῖ, ὅτι εἴμεθα μαζί Του. Ἀντιθέτως, θεωρεῖ, ὅτι οἱ χλιαροὶ εἶναι πραγματικῶς ψυχροὶ καὶ σύμμαχοι εἰς τὸ κακόν.

Ἰδοὺ ποῖαι ἀπόψεις, ἄξιαι πολλῆς προσοχῆς, ἀνακύπτουν ἀπὸ τὴν προφητείαν τοῦ δικαίου Συμεῶν, ποὺ ἐλέχθη κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν σήμερον ἑορτάζομεν. Ἂς εἶναι αἱ σκέψεις αὗται ἀφορμή, διὰ νὰ συνειδητοποίηση ὁ καθένας ἐξ ἡμῶν τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν, ἢ θὰ λάβη, ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Καὶ εἴθε ἡ κατανόησις αὐτὴ νὰ μᾶς ὁδήγηση εἷς ὁριστικὴν ἀπόφασιν νὰ μείνωμεν πολῖται καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας.