Πολλὲς φορὲς λέμε ὅταν πηγαίνομεν σὲ θλιβερὰ γεγονότα, ἀπὸ καλὴ διάθεση, καὶ ἔχομε ἐν μέρει δίκαιο, τὸ λέμε ὅλοι μας, ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, ἢ ὅπως θέλει ὁ Θεός. Καὶ βέβαια ἐὰν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε σωστά, τότε πράγματι εἶναι ἕνας λόγος παρηγορητικός, ἕνας λόγος ποὺ μᾶς δυναμώνει. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔτσι θέλησε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔτσι τὸ ἀποφάσισε καὶ τὸ ἔκανε, ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως κατ’ ἀκρίβεια ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ὀρθός. Δὲν θέλει ὁ Θεὸς αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει, ἀλλὰ δὲν τὰ θέλει. Δὲν ταυτίζεται στὸ Θεό, τὸ θέλημα Του μὲ τὴν γνώση Του. Ὅλα τὰ ξέρει ὁ Θεός. Σέ μᾶς μένει νὰ ξέρομεν πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν μας. Αἰτία τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἀποστασία μας ἀπὸ τὸν Θεό. Αἰτία τῶν κακῶν κατὰ βάθος εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς ἐπετρέψαμεν εἰς τὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας, ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσης μας καὶ ἐντεῦθεν.
Ποιά εἶναι ἡ στάση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μας μπροστὰ στὰ δύσκολα γεγονότα τὰ ὁποῖα καθημερινὰ μᾶς συμβαίνουν. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Θεός, καὶ μᾶς ἐνθυμιζει, ὅτι, ναὶ μὲν ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου, στὸ νὰ καταφέρει, νὰ σκοτώσει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο, στὸ νὰ καταφέρει νὰ διαλύσει αὐτὴ τὴν ἁρμονία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, στὸ νὰ καταφέρει νὰ δώσει ἕνα τέρμα στὴν ὄμορφη ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Ἀλλά, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ἀναλαμβάνει πάνω Του ἑκουσίως γιὰ μᾶς τὸν θάνατον.
Μπαίνει ὁ ἴδιος στὸν θάνατον, καὶ μᾶς ἐλευθερώνει ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ ἔκτοτε μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ζοῦμε μαζὶ Του αἰώνια, πραγματικά. Νὰ νικήσομεν τὸν θάνατον. Ὄχι ὅταν πεθάνομεν καὶ μετά, ἀλλὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ νικοῦμε τὸν θάνατο, καθημερινά, ὅταν γευόμαστε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν ἐκκλησία, τὰ γεγονότα της ἐκκλησία μας εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Δὲν σταματᾶ ποτέ. Δὲν τὴν κόβει ὁ θάνατος. Δὲν διαλύει ὁ θάνατος τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τοῦ δίδει δυνατότητα νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν αἰώνια Βασιλεία Του. Ἔτσι μαθαίνομε νὰ κρίνομε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπ’ ἐδῶ πλευρὰ ποὺ εἴμαστε τώρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀπ’ ἐκεῖ πλευρά. Κρίνομε τὰ πάντα, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη. Εἶναι 70, 80, 90 ἄντε 100 χρόνια τὸ πολύ. Ἀλλὰ ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἀπέραντη, εἶναι ἀτελεύτητη. Δὲν ἔχει τέλος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, δὲν κρίνεται μὲ τὰ 80 χρόνια μόνο, ἀλλὰ κρίνεται λογίζεται ὡς ἕνα ὃν, μία ὕπαρξη, ποὺ ἔχει μὲν ἀρχή, ἀλλὰ ζεῖ αἰώνια.
Ἔτσι λοιπὸν τὰ τῆς παρούσης ζωῆς δύσκολα πράγματα βρίσκουν ἀνταπόκριση, καὶ βρίσκουν ἀντίκρισμα ἂς τὸ ποῦμε καλύτερα μέσα στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ τὰ πάντα ἐξαργυρώνονται, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι.
Τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ, οἱ δυσκολίες μας, ὁ κόπος μας, οἱ θλίψεις μας, ὁ θάνατος μας, ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ἑρμηνεύονται, ὅταν δοῦμε τὸν ἑαυτό μας μέσα στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ καταλαβαίνομε ὅτι ὁ Θεὸς δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀφήνει ὁ Θεὸς τὴν ἀδικία νὰ μείνει. Δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ἡ ἀδικία νὰ εἶναι αἰώνια, ἀλλὰ τὴν δικαιώνει μέσα στὴν Βασιλεία Του.