Λόγος ΜΒ΄:
Ἐσένα, ποὺ ὑπερέχεις τῶν ἀσωμάτων θείων τάξεων μὲ τὴν ἀσὺγκριτη ἁγνότητα, ἐσένα ἱκετεύω, πολυύμνητη, νὰ ἐξαγνίσεις τὴν αἰσχρὴ ψυχή μου ἀπὸ τὶς ἄνομες σκέψεις, ποὺ γεννιοῦνται ἐντός μου ἐξ αἰτίας τῆς μακρόχρονης ροπῆς πρὸς τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Ἐπιθυμίες ποὺ ὁ πονηρὸς δαίμονας δὲν σταματᾶ νὰ σπέρνει, ταράσσοντας, μολύνοντας καὶ διασπῶντας τὴν διάνοιά μου μὲ αἰσχρὲς καὶ πονηρὲς σκέψεις, ἐπειδὴ φθονεῖ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου. Γι’ αὐτό, σὲ ἱκετεύω, Παναγία, μὴν μὲ περιφρονεῖς, καθὼς βυθίζομαι ἐλεεινὰ σὲ αὐτὸν τὸν βρωμερὸ βοῦρκο, ἀλλὰ καθάρισέ με ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυσοσμία μὲ τὸ εὐωδιαστὸ μύρο τῶν δεήσεών Σου καὶ διάλυσε μὲ τὸ γλυκύτατο φῶς τῆς θείας ἀγάπης Σου ὅλο τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς μου. Μὲ τὸ χαλινάρι τοῦ ἁγνοῦ φόβου, ποὺ πάντοτε ὑπάρχει μέσα μου, συγκράτησε στὸν αἰῶνα τὴν κίνηση τῆς μαινομένης σάρκας, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἱκετεύω πάντοτε μὲ καθαρὴ καρδιὰ τὸν Σωτῆρα μου, ὁ ὁποῖος εἶναι πὰναγνος κατὰ τὴν φύση Του, καὶ νὰ ζητήσω τὴν συγχώρεση γιὰ ὅλες τὶς ἀνομίες, μὲ τὶς ὁποῖες Τὸν ἐξόργισα ζῶντας σὰν ἄλογο κτῆνος καὶ διαπράττοντας κάθε ἄνομη πράξη. Δὲν φοβήθηκα ὅμως οὔτε τὴν φοβερὴ Κρίση Του οὔτε τὸ αἰώνιο πῦρ, οὔτε τὸ ἀδιαπέραστο σκότος, οὔτε τὸν ἀεικίνητο σκώληκα, οὔτε τὸν φοβερὸ βρυγμὸ τῶν ὀδόντων, ἀλλὰ σὰν ἀτίθασο ἄλογο δάγκωσα τὸ χαλινάρι καὶ κάλπασα μακριά –οὐαί!– ἀπὸ τὸν καλὸ ποιμένα καὶ ἄρχοντά μου, ποὺ δὲν λυπήθηκε τὴν ψυχή Του, ἀλλὰ τὴν παρέδωσε σὲ ἐπαίσχυντο θάνατο, περνῶντας διὰ τῆς φιλανθρωπίας Του ἀπὸ ἀναρίθμητα πάθη, γιὰ νὰ μὲ ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ὑποτάχθηκα καὶ νὰ ἀνακτήσω τὴν δόξα ποὺ ἔχασα. Τί ἄβυσσος γενναιοδωρίας καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν καταδικασμένο!
Πράγματι πόσο ἀνώτερο εἶναι ἀπὸ κάθε ἰδέα καὶ λόγο, προκαλεῖ δὲ μεγάλο θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ τρόμο σὲ ὅσους ἔχουν τὶς σκέψεις τους γεμᾶτες μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύουν ἀρκετὰ ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς δώσει ἐντολὴ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, πρέπει νὰ κλείσουν τὸ στόμα τους μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως χωρὶς καμμία ἀντίρρηση, σὰν ἀμίλητο νήπιο, ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φόβο ὑπακούει στὶς ἐντολὲς τῆς μητέρας του, καθὼς βρίσκεται δίπλα της. Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε καὶ συνέχει τὰ πάντα, εἶναι Φῶς ἐκ τοῦ Φωτὸς καὶ Ἥλιος ἐκ τοῦ Ἡλίου, ὁ Θεός-Λόγος, ποὺ ταυτίζεται μὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει τὰ ὅρια ζωῆς καὶ θανάτου, ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Ὁποίου σείεται ἡ γή, ἐνῷ ἡ θάλασσα φεύγει ταραγμένη ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του. Αὐτὸς καταδικάστηκε γιὰ τοὺς ἀδίκους καὶ τοὺς δούλους, γιὰ τοὺς χοϊκοὺς ἀνθρώπους ποὺ σὰν τὴν σκιὰ πλανῶνται λίγο χρόνο καὶ ἔπειτα σαπίζουν γρήγορα στὸν τάφο!
Νὰ τρομάξετε ἀκούγοντας ὅλα αὐτά, ὅλα τὰ ὄντα! Γιὰ ὅλα εὐδόκησε Αὐτὸς νὰ πάθει μὲ τὸ θνητὸ σῶμα Του, ποὺ δέχθηκε ἀσπόρως ἀπὸ ἐσένα, Παναγία, γιὰ νὰ μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀρχαία πλάνη, νὰ μὲ ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν δαιμόνων καὶ νὰ μὲ κάμει μέτοχο τῆς δόξας του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσα κατὰ ἄθλιο τρόπο ἐξ αἰτίας τῆς παραφροσύνης μου, ἀφοῦ ἔστρεψα τὴν ἀκοή μου στὸν ὀλέθριο ὄφι –ἀλλοίμονο!– καὶ ὄχι στὸν Κύριο. Ἂν δὲν τὰ εἶχα κάνει ὅλα αὐτά, δὲν θὰ εἶχα καταστρέψει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου οὔτε θὰ εἶχα γίνει αἴτιος τῶν ἀσυγκρίτων βασάνων τοῦ Κυρίου τῶν πάντων. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ περιμένουν τὰ βαρύτατα βάσανα, ἂν δὲν ἐπιδιώξω μετάνοια ἀντάξια τῆς ἀνομίας μου. Ἡ παράβαση τῆς ζωοποιοῦ ἐντολῆς Του, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ζοῦσα σὰν θεὸς μὲ ἁπλότητα στὸν παράδεισο, ἔγινε αἰτία πολλῶν ἀμετρήτων βασάνων.
Ἀγαθὸς καὶ γενναιόδωρος κατὰ τὴν φύση Του, ἤ μᾶλλον ὄντας ὁ ἴδιος ἡ γενναιοδωρία καὶ ἡ ἀγαθότητα, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας Αὐτὸς εὐδόκησε ἐξ ἀρχῆς, ἀφοῦ πῆρε χῶμα ἀπὸ τὴν γῆ γιὰ νὰ πλάσει ἐμένα κατὰ τὴν εἰκόνα Του καὶ νὰ μὲ κοσμήσει λαμπρὰ μὲ τιμή, δόξα καὶ ἄφθαρτη ζωὴ ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ, δὲν θέλησε νὰ μὲ περιφρονήσει, ὅταν ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ ὄφεως ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν θεία δόξα. Καὶ ὅταν ὁ ἀποστάτης δοῦλος ἀσθένησε καὶ γελοιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν πλάνο διάβολο, ὁ Κύριος λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του εὐδόκησε νὰ γίνει δοῦλος σύμφωνα μὲ τὴν ἄρρητη βουλή Του, τὴν ὁποία μόνο ὁ ἴδιος κατανοοῦσε, γιὰ νὰ δεχθεῖ φιλανθρώπως μὲ τὴν μορφὴ ἀνθρώπου ὅλα αὐτά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κακία, ποὺ εἶναι οἰκεία στὸν δοῦλο, ἀκόμη καὶ τὸν ἑκούσιο θάνατο ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ ἀπελευθερώσει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν δοῦλο ἀπ’ ὅ,τι τὸν εἶχε κυριεύσει, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φθορὰ τῶν παθῶν, στολίζοντάς τον καὶ πάλι μὲ τὴν ὀμορφιὰ τῆς πρότερης ἀφθαρσίας. Νὰ τὸν δοξάζετε, πιστοί, ἐνῶ ἐσεῖς, οἱ κακοί, νὰ ἐξαφανιστεῖτε ἢ νὰ ἀποκτήσετε τὸν νηφάλιο νοῦ καί, ἀφοῦ διώξετε τὴν κάθε κακία ἀπὸ μέσα σας, μὲ πίστη νὰ δεχθεῖτε τὸ θεῖο μυστήριο!
Ἡ πίστη σας δὲν εἶναι κακὸ δημιούργημα τῆς σκέψεως καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, οὔτε ὀλέθρια καὶ θεομίσητη ἀπάτη τῶν ψυχοφθόρων δαιμόνων, ὅπως ἦταν τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων, τὰ ἀπατηλὰ καὶ αἰσχρά. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν θείων μυστηρίων, ποὺ διὰ τῆς εὐδοκίας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ μας ἔλαμψε ἀπὸ τοὺς ὑψηλοτάτους θησαυρούς, καὶ εἶναι ἡ κτήση τοῦ ὄντως Ὄντος, τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή, ποὺ δίδει σὲ ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτὸν τὴν ἄρρητη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰωνία κατοικία καὶ ἀπόλαυση καθὼς καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τους. Γι’ αὐτὸ τὰ μυστήριά της ὑπερβαίνουν κάθε κατανόηση τῶν σοφῶν, ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς εἶναι γερὰ περιφραγμένα καὶ σφραγισμένα ἀπὸ παντοῦ μὲ τὶς ἄρρηκτες σφραγῖδες τῆς πλήρους ἀγνοίας. Ὅπως κατερχόμενος Αὐτὸς στὴν γῆ κάλυψε τὸν τρόπο τῆς καταβάσεώς Του μὲ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, ἔτσι καὶ ἀνεβαίνοντας πάλι ἀπὸ τὴν γῆ στὰ οὐράνια ὕψη «ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ», ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ. Αὐτοί ποὺ ἔχουν καθαρὸ νοῦ προσεγγίζουν μόνο μὲ τὴν πίστη τὸ θεῖο μυστήριο. Ἀντιθέτως, γι’ αὐτοὺς ποὺ καθοδηγοῦνται ἀπὸ αἰσχρὴ καὶ κακοήθη συνήθεια καὶ ἀπὸ τὸ μάταιο καύχημα τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ ὑπεραῖρονται μὲ τὸ θράσος τοῦ νοῦ τους, αὐτὸ τὸ μυστήριο ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ ἐμπόδιο καὶ θολώνει τὸν νοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος τὰ μάτια τῶν ἀσθενῶν καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τὶς νυχτερίδες. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μοιάζει μὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος βγάζει τὸ φαρμάκι κακοήθους γαστρικοῦ ὑγροῦ, ἐνῶ τὸ θεῖο μυστήριο τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖο ἡ καρδιὰ δέχεται μὲ θερμὴ ἀγάπη, τὸ θάλπει καὶ τὸ τρέφουν τὰ δίκαια ἔργα της καὶ χαρίζει ἀμέσως τὴν ὑγεία καὶ τὸ θεῖο φῶς, ἀπομακρύνοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ κάθε κακία. Ἂν εἶσαι σώφρων καὶ εὐήθης καὶ φροντίζεις γιὰ τὴν εὐσέβεια, τότε μὴν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σοῦ ἐξηγήσει τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες, ἐπειδὴ τὸ καθετὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ Αὐτὸν ὑπερβαίνει τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο.
Ἔτσι νὰ δεχθεῖς μὲ πίστη ὅλες τὶς συμβουλές Του καὶ νὰ τὶς ἐκτιμᾶς μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου, νὰ τὶς προσκυνᾶς μὲ φόβο, νὰ θεωρεῖς καὶ νὰ ἀποκαλεῖς πάντοτε ἐνώπιόν Του τὸν ἑαυτό σου σκόνη, χῶμα καὶ ἄνυδρη γῆ. Καὶ πράγματι εἶσαι σκουλήκι καὶ χῶμα, βρεγμένο μὲ λίγο νερό, μολονότι περιέχεις μέσα σου τὸν νοῦ, μία θεία οὐσία, ὅπως τὸ μαργαριτάρι μέσα στὸ κογχύλι. Τότε θὰ καταλάβεις τὸ σκότος τῆς ἀνοησίας, ὅταν θὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ μέσα σου τὸ θεῖο φῶς, ἐνῶ θὰ εἰσέλθει το φῶς τοῦ Παρακλήτου καὶ θὰ σὲ φωτίσει σὰν τὴν χαραυγή, καὶ τὸ θεῖο μυστήριο θὰ γλυκάνει τὸν λαιμό σου περισσότερο ἀπὸ τὸ μέλι καὶ τὴν κηρήθρα. Μακάριος εἶναι ὅποιος φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀφοῦ τὸ δεχθεῖ μὲ ἀταλάντευτη πίστη στὴν καρδιά του. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ ζήσεις πράγματι ὡς θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀπολαμβάνοντας μὲ αὐτὸ τὴν θέα καὶ τὴν συνομιλία μὲ τὸν Θεό.
Ἐγὼ ὅμως, Κυρία Δέσποινα, τρέμω πολύ, φοβοῦμαι καὶ ὑποφέρω διαρκῶς ἀπὸ τὶς ὀξεῖες ἀσθένειες μέσα στὴν ψυχή μου καὶ τρομάζω, ὅταν σκέπτομαι ὅτι τὰ ἀποτελέσματα τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ δὲν μὲ βρῆκαν μέχρι τώρα. Μὲ τὰ δικά μου χέρια κάρφωσα τὸν Δημιουργό μου, τὸν γυμνὸ· τὸν σταύρωσα καὶ Τοῦ προσέφερα ξίδι ἀναμεμιγμένο μὲ χολὴ ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀπανθρωπιᾶς μου, ὅταν Αὐτὸς δίψασε, καὶ μὲ τὴν λόγχη διαπέρασα τὰ θεῖα πλευρά Του, χωρὶς νὰ λυπηθῶ –ἀλλοίμονό μου!– οὔτε τὸν νεκρό, καὶ Τοῦ ἐπέφερα διάφορες στενοχώριες, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς, ταπείνωση καὶ χτυπήματα.
Πόσο ἀνεξάντλητη εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ σκληρότητα τοῦ ἄκαρδου δούλου! Κάθε ζωντανὴ ὕπαρξη ταρασσόταν συμπονῶντας τὸν πάσχοντα γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἐνῶ ἐγώ, ὁ ἀχάριστος, δὲν μποροῦσα νὰ χορτάσω μὲ τοὺς πόνους ποὺ Τοῦ ἐπέφερα, ἀλλὰ ἐπιτέθηκα, λόγω τῆς μεγάλης μου ἀπανθρωπιᾶς, ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ νεκροῦ, ποὺ δὲν ἀνέπνεε πλέον. Ἔπρεπε νὰ κατανοήσω τὸ ἁμάρτημά μου καὶ νὰ πάω νὰ κρυφτῶ ζωντανὸς στοὺς σκοτεινοὺς γκρεμοὺς τῆς γῆς. Δὲν διαψεύσθηκε ὅμως ὁ Πάνσοφος, ὅταν εἶπε: «Ἀνθ’ ὧν πυριφλεγὴ στῦλον, ὁδηγὸν μὲν ἀγνώστου ὁδοιπορίας, ἥλιον δὲ ἀβλαβῆ φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες», παραμένοντας στὸ κακό.
Ἀλλοίμονό μου! Ἀλλοίμονό μου! Πῶς νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὰ βάσανα ποὺ μὲ περιμένουν; Ποιός γκρεμὸς τῆς γῆς θὰ μὲ κρύψει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ; Ἀλλὰ δεῖξε μου ἔλεος, σὲ ἱκετεύω, Δέσποινά μου, καὶ ἱκέτευσε ὑπὲρ ἐμοῦ στὸν Κύριο νὰ εἶναι εὔσπλαγχνος γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔκανα ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης μου ἀνοησίας, καὶ νὰ μετανοήσω γι’ αὐτά. Ἔτσι θὰ μὲ ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ βάσανα καὶ ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ φοβεροῦ ὄφεως, ὁ ὁποῖος μὲ κατάπιε ὁλόκληρο καὶ μὲ κρατάει γερὰ στὰ δίχτυα του, ἀφοῦ μὲ περιέπλεξε μὲ ἄσχημα κουρέλια, μὲ τὰ κακά του λέπια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γεννιοῦνται ἀμέτρητα πλοκάμια, ποὺ δαγκώνουν σὰν ἔχιδνες τὴν ψυχή μου. Κάνε μου την χάρη ἀπὸ τὴν γενναιοδωρία σου, Δέσποινα, ποὺ προστρέχω σὲ ἐσένα καὶ γλύτωσέ με ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ βία. Εἶμαι πιστὸς δοῦλος σου καὶ ἐλπίζοντας σὲ σένα, Δέσποινα, ὑποτάχθηκα μὲ χαρὰ στὸν ζυγὸ τοῦ μοναχισμοῦ, γιὰ νὰ μπορέσω κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἀποφύγω τὰ ἀτελείωτα βάσανα, ποὺ μὲ περιμένουν. Ἀξίωσέ με νὰ ὑποφέρω μέχρι τέλους τὸν ζυγὸ τῆς καλῆς καὶ τελείας καλλιεργείας τοῦ χωραφιοῦ ποὺ μοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἀξιωθῶ νὰ παραλάβω ἀπὸ τὸ χέρι Του τὴν ἀμοιβή, ποὺ δίδεται στοὺς ἐργάτες τῆς τελευταίας ὥρας ἐξίσου μὲ τοὺς ἐργάτες τῆς πρώτης ὥρας. Ἔτσι θὰ ἀκούσω καὶ ἐγὼ τότε τὴν φωνή, ποὺ καλεῖ τοὺς ἀξίως εἰσερχομένους στὸν γάμο, νὰ συμμετάσχω τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἀξιώνονται ὅσοι ὕφαναν γιὰ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὶς δίκαιες πράξεις, τὴν φωτεινὴ ἐνδυμασία καὶ μὲ τὶς ἄσβηστες λαμπάδες ὑποδέχονται κατὰ τὴν νύχτα τὸν Νυμφίο.
Σὲ ἱκετεύω, Παναγία μητέρα τοῦ Ὑψίστου, ἡ μόνη παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς μου, ἐλπίδα καὶ γλυκύτητα, θεία σκέπη, φῶς, προστασία καὶ σωτηρία! Ἀξίωσέ με νὰ τὸ λάβω διὰ τῶν ἁγίων προσευχῶν Σου! Εἶσαι, Δέσποινά μου, ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μου. Εὐδόκησε λοιπὸν νὰ τελέσεις καὶ τὸ εὐτυχὲς τέλος καὶ κάμε μὲ μέτοχο τῆς ἄφθαρτης δόξας τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ Σου, Παναγία μου. Ἔτσι μὲ τὴν μεσιτεία σου νὰ ἀξιωθῶ νὰ δοξάσω τὸν μόνο ἕναν ὁμοούσιο καὶ τρισυπόστατο Θεό, τὸν ἄναρχο Πατέρα, τὸν ἄναρχο Υἱὸ καὶ τὸ παντοδύναμο Πνεῦμα, στὸν Ὁποῖο ἁρμόζει προσκύνηση, δόξα, τιμὴ καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.