Τὰ «ἀπότομα» προκαλοῦν ἐπικίνδυνους κραδασμοὺς. Ἂν βρεθεῖ κανεὶς ἀπὸ ἕνα πολὺ παλιὸ ζεστὸ δωμάτιο ἔξω σὲ παγωνιά, ὑπάρχει περίπτωση νὰ κρυολογήσει ἢ νὰ ἁρπάξει καμιὰ πνευμονία.
Καὶ στὸν πνευματικὸ χῶρο, οἱ ἀπότομες ἀλλαγὲς εἶναι δύσκολες. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κανεὶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ἅγιος.
Ὅλα χρειάζονται χρόνο, κόπο, μέθοδο, ἀγωνία.
Κάποτε, ἕνας μοναχὸς πέφτει σὲ κάποιο σοβαρὸ σαρκικὸ ἁμάρτημα. Ἀμέσως θλίψη τὸν πνίγει, ἀπελπισία ροκανίζει τὴν ὕπαρξή του. Σταματᾶ τὸν «κανόνα» του καὶ συλλογίζεται, τί νὰ κάνει.
-Ὤ! Χριστέ μου, φώτισέ με!
Πηγαίνει στὸν γέροντά του, ἀνοίγει τὴν καρδιά του. Φανερώνει ὅλη τὴ λύπη, τὴν ἀπελπισία ποὺ σφίγγει τὸ εἶναι του, σά φοβερὴ μέγγενη!
Ὁ γέροντας τοῦ ἀναφέρει τὴν παρακάτω διήγηση:
Μία φορᾶ ἕνας γεωργὸς ἔχει ἕνα ἀπόμακρο περιβόλι. Ὅσο τὸ περιποιεῖται, αὐτὸ δίνει ἀρκετὰ προϊόντα. Ἐπειδὴ ὅμως βρίσκεται ἀρκετὰ μακρυὰ ἀπὸ τὸ χωριό, συχνὰ τὸ παραμελεῖ. Ἔτσι τὸ χωράφι σιγά-σιγὰ γεμίζει ἀγκάθια, ἄγρια βάτα, διάφορα ἀγριοχόρταρα.
Μία μέρα φωνάζει τὸν πρωτογυιό του:
-Παιδί μου, σὲ παρακαλῶ, νὰ πᾶς νὰ καθαρίσεις τὸ περιβόλι μας, γιατί ἔχει γίνει ἀγνώριστο.
-Καλά, πατέρα, θὰ πάω!
Πρωί-πρωὶ ἑτοιμάζει τὰ σύνεργά του – (τσάπα, ἀξίνα, τσουγκράνα, φαγητὸ) καὶ μὲ τὸ γαϊδουράκι του φτάνει στὸ «χερσωμένο» χωράφι. Μόλις τ’ ἀντικρύζει, τὰ χάνει! Ζαλίζεται, ἀπελπίζεται τέλεια.
-Χριστὸς καὶ Παναγιά! Ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω; Τί νὰ κάνω; Τὸ χωράφι δὲν καθαρίζεται μὲ τίποτε, συλλογίζεται. Πηγαίνει σὲ μίαν ἀχυροκαλύβα καὶ ξαπλώνει. Ἡ ὥρα περνᾶ σὰ νερό. Ὁ νεαρὸς ἐξακολουθεῖ νὰ κοιμᾶται.
Ἡ ἀπελπισία ναρκώνει κάθε δύναμή του.
Βραδυάζει, ἐπιστρέφει στὸ χωριὸ ἄπρακτος.
-Τί ἔγινε παιδί μου; Καθάρισες καθόλου τὸ χωράφι;
-Καθόλου, πατέρα, δὲν ἔκαμα τίποτε!
-Γιατί, παλληκάρι μου;
-Ἀπελπίστηκα. Εἶδα πολλὰ βάτα, σχοίνα, ἀγριόχορτα. Δὲν ἤξερα, τί νὰ κάνω!
-Καὶ τί ἔκανες ὅλη τὴ μέρα;
-Κοιμόμουνα!
-Καλὰ, δὲν ντρέπεσαι τὸ μπόι σου; Κρίμα καὶ σὲ εἶχα ἔξυπνο! Αὔριο θὰ πᾶς καὶ θὰ καθαρίσεις μονάχα λίγο μέρος, νά, ὅσο τὸ μπόι σου! Καθάρισέ το καὶ ξάπλωσε ἔπειτα ὅλη τὴ μέρα.
Τὴν ἄλλη μέρα, πρωί-πρωί, ὁ γυιὸς ξεκινᾶ πάλι γιὰ τὸ περιβόλι. Πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, φτάνει. Ἁρπάζει τὸ ξινάρι καὶ τραβᾶ στὴν ἄκρη μερικὰ χόρτα. Σὲ δέκα λεπτὰ ἔχει καθαρίσει διπλάσιο χῶρο ἀπὸ τὸ μπόι του!
Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Ἡ ἀρχὴ εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός». Ὁ γιὸς συνεχίζει τώρα νὰ ἐργάζεται μ’ ὄρεξη καὶ σβελτάδα.
Ἡ ἀπελπισία τώρα ἔχει ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά του. Τρία … πέντε.. δέκα μέτρα!
Τὸ βράδυ χαρούμενος ἐπιστρέφει στὸ χωριὸ καὶ φωνάζει:
-Πατέρα, πατέρα!
-Τί τρέχει , παιδί μου;
-Καθάρισα δέκα μέτρα! Σὲ λίγες μέρες θὰ ‘χω τελειώσει.
-Εἶδες, ποὺ σ’ τὰ ‘λεγα; Ἡ ἀπελπισία, παιδί μου, κατατρώγει κάθε προσπάθεια, σὰν ὕπουλο σκουλήκι!
Πραγματικὰ, τὸ περιβόλι σὲ μερικὲς μέρες γίνεται πεντακάθαρο!
Ὁ γέροντας, σταματᾶ λίγο:
-Κατάλαβες, παιδί μου, τί θέλω νὰ πῶ;
-Κατάλαβα, γέροντα! Πρέπει ν’ ἀρχίσω νὰ καθαρίζω τὴν ψυχή μου. Μὰ ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσω;
-Μὰ ἔχεις ἤδη ἀρχίσει παιδί μου. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ εὐλογημένη ἀρχή. Ὁ Θεὸς τὴν χαρίζει. Εἶναι δῶρο θεόσταλτο. Τώρα πρέπει νὰ «κινήσεις» καὶ σὺ τὴν χείρα σου.
-Μάλιστα! Τί πρέπει νὰ κάνω;
-Ἄρχισε πάλι τὸν μοναχικό σου κανόνα! Λέγε συνέχεια «Κύριε ἐλέησόν με» καὶ ἑτοιμάσου νὰ ..κοινωνήσεις.
Ἀστραποβολοῦν τὰ μάτια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
-Νὰ κοινωνήσω; Ἐγὼ ὁ τρισάθλιος;
-Ναί, παιδί μου. Σύντομα θὰ κοινωνήσεις.
Ξέρεις τί σοῦ χρειάζεται, παιδί μου, τώρα. Νὰ σκοτώσεις τὸ δαίμονα τῆς ἀπελπισίας.
-Δηλαδὴ, μπορῶ νὰ ξαναγίνω καὶ ἐγὼ δόκιμος μοναχός;
-Βεβαιότατα, παιδί μου! Ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις.
Ὁ νεαρὸς γρήγορα-γρήγορα σκύβει καὶ φιλᾶ τὰ πόδια τοῦ γέροντα.
-Σ’ εὐχαριστῶ γέροντα, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου! Μοῦ χαρίσατε τὸν οὐρανό!
Ὅταν ἡ ἐλπίδα τρυπώνει στὴν καρδιά, ὅλα γίνονται λαμπρά, φωτεινά, οὐράνια, παραδεισένια!