ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Αναστάσιος, ο πνευματικός μου πατέρας και μέντορας, του Πρωτοπρεσβυτέρου Λουκά Βερόνη


 

Κάθε άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά σου είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος, και ο πιο σημαντικός χρόνος είναι το παρόν: αυτή η κοσμοθεωρία χαρακτήριζε τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Διέθετε το χάρισμα να κάνει οποιονδήποτε συνομιλούσε μαζί του να αισθάνεται πολύτιμος και αγαπημένος. Έβλεπε την εικόνα του Θεού σε κάθε πρόσωπο που συναντούσε και ανταποκρινόταν τη συγκεκριμένη στιγμή με αγάπη.

Μία από τις πολλές αγαπημένες μου αναμνήσεις από τον Αρχιεπίσκοπο είναι όταν η σύζυγός μου, η Πρεσβυτέρα Φωτεινή, αντιμετώπισε ένα επείγον ιατρικό περιστατικό στην Αλβανία το 1996.

Το μετακομμουνιστικό ιατρικό σύστημα στην Αλβανία ήταν σε κατάσταση διάλυσης, και μάθαμε ότι η σύζυγός μου χρειαζόταν επείγουσα χειρουργική επέμβαση. Ως νέοι Αμερικανοί ιεραπόστολοι που υπηρετούσαμε υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, ήμασταν ιδεαλιστές και γεμάτοι ενθουσιασμό για την αποστολή μας, αλλά αισθανόμασταν φόβο και αβεβαιότητα μπροστά σε αυτό το απρόσμενο γεγονός. Ήταν 11 το βράδυ και οι γιατροί στο νοσοκομείο αποφάσιζαν αν θα έκαναν την επείγουσα επέμβαση νωρίς το επόμενο πρωί, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος για να μας επισκεφθεί.

Το χαμόγελο και τα ήπια λόγια του εξέπεμπαν συμπόνια και ενδιαφέρον. Όχι μόνο κόμισε την παρηγορητική παρουσία του, αλλά κρατούσε επίσης καθαρά σεντόνια και ένα μαξιλάρι για το κρεβάτι του νοσοκομείου. Είχε σκεφτεί μια βασική ανάγκη, που δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μας. Στη συνέχεια, συνεννοήθηκε με την Ολυμπιακή Αεροπορία ώστε να πετάξουμε νωρίς το επόμενο πρωί, προκειμένου να καταστεί δυνατό να γίνει η επέμβαση στην Αθήνα.

Αυτό ήταν το πνεύμα συμπόνιας και φροντίδας του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Και αντίστοιχη, ιδιαίτερη προσωπική φροντίδα μάς πρόσφερε όταν η σύζυγός μου είχε δύο αποβολές και χάσαμε τα μωρά μας, όταν ο πεθερός μου πέθανε σε ηλικία 62 ετών και όταν το διαμέρισμά μας έπιασε φωτιά, με αποτέλεσμα να χάσουμε πολλά από τα υπάρχοντά μας. Μας φερόταν σαν να ήμασταν τα αγαπημένα του παιδιά. Στην πραγματικότητα, έτσι φερόταν σε κάθε άνθρωπο που συναντούσε.

Θυμάμαι να οδηγώ το αυτοκίνητο με το οποίο περιοδεύαμε σε απομακρυσμένα χωριά στη Δυτική Κένυα, καθώς και να ταξιδεύω μαζί του στα ορεινά χωριά της Αλβανίας. Όποιον κι αν συναντούσε, ακόμα και τον πιο απλό και αναλφάβητο χωρικό, τον αγκάλιαζε και τον έκανε να νιώθει ξεχωριστός. Χρόνια αργότερα, ταξίδεψα με τον Αρχιεπίσκοπο στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκε ανάμεσα σε ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς και παράγοντες του πλούτου και της εξουσίας σε διάφορα συνέδρια ή εκδηλώσεις. Παρατήρησα ότι φερόταν σε αυτούς, τους ισχυρούς, με τον ίδιο τρόπο που φερόταν στους Αφρικανούς ή στους Αλβανούς χωρικούς. Δεν έκανε διακρίσεις υπέρ των πλουσίων ή των ισχυρών. Κάθε άνθρωπος είναι παιδί του Θεού, και εκείνος έβλεπε την ομορφιά στον καθένα.

 

«Ε, λοιπόν, πιστεύουμε σε έναν Θεό που κάνει θαύματα»

Η πορεία της ζωής μου άλλαξε όταν γνώρισα τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο στο Ναϊρόμπι της Κένυας, το καλοκαίρι του 1987. Ήμουν στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου, σπουδάζοντας Μαθηματικά, όταν συμμετείχα στο πρώτο ορθόδοξο ιεραποστολικό ταξίδι από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Αρχιεπίσκοπος προσκάλεσε μια ομάδα 25 νέων Ελληνοαμερικανών να χτίσουν μια εκκλησία στην ύπαιθρο της Κένυας. Ήταν η πρώτη φορά που μια τόσο ιδιαίτερη αποστολή πραγματοποιήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Αυτή η εμπειρία με έκανε να στραφώ από ένα μέλλον στα Μαθηματικά στην ιεροσύνη και στην ιεραποστολική διακονία.

Πρωτοάκουσα για τον Αρχιεπίσκοπο από τον πατέρα μου, τον Πατέρα Αλέξανδρο Βερόνη, ο οποίος είχε γνωρίσει τον νεαρό θεολόγο Αναστάσιο ενώ σπούδαζε στην Αθήνα το 1960. Ο πατέρας μου έκανε μια προφητική καταχώριση στο προσωπικό του ημερολόγιο την ημέρα της χειροτονίας του Αναστασίου σε διάκονο: «Σήμερα βρέθηκα στη χειροτονία ενός πολύ ξεχωριστού ανθρώπου. Θα κάνει σπουδαία πράγματα για την Εκκλησία!»

Λίγο μπορούσε να φανταστεί ο πατέρας μου ότι, τρεις δεκαετίες αργότερα, αυτός ο χαρισματικός ιεροκήρυκας θα γινόταν ο πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής του γιου του. Έζησα μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, υπηρετώντας στην Εκκλησία της Ανατολικής Αφρικής για έναν χρόνο, και στη συνέχεια η Πρεσβυτέρα μου κι εγώ υπηρετήσαμε για πάνω από δέκα χρόνια στη μετακομμουνιστική Αλβανία, κατά την πιο δύσκολη περίοδο αυτής της αποστολής. Υπήρξα, λοιπόν, μάρτυρας των θαυμάτων που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σε όλη του τη ζωή.

Το πρώτο άρθρο του που διάβασα ποτέ, θυμάμαι, είχε τίτλο «Η Λησμονημένη Εντολή». Ήταν βασισμένο σε μια ομιλία που είχε δώσει, ως νεαρός ιεροκήρυκας και θεολόγος, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1959, αναδεικνύοντας την ανάγκη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ανακαλύψει εκ νέου την τελευταία εντολή του Χριστού: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Οραματιζόταν τη δημιουργία ενός Πανορθόδοξου Ιεραποστολικού Κέντρου. Μερικοί από τους καθηγητές του πανεπιστημίου είπαν σε αυτόν τον ιδεαλιστή θεολόγο ότι θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να γίνει πραγματικότητα το όραμά του και ο νεαρός Αναστάσιος απάντησε: «Ε, λοιπόν, πιστεύουμε σε έναν Θεό που κάνει θαύματα». Και υπό την ηγεσία του και στην πορεία της 95χρονης ζωής του, ο Θεός αποκάλυψε αυτά τα θαύματα!

Όταν ήμουν νέος και με απασχολούσε το νόημα της ζωής, ο Αρχιεπίσκοπος με προκάλεσε ρωτώντας: «Είναι το Ευαγγέλιο κάτι που μπορεί πραγματικά να βιωθεί;». Αυτή είναι η ερώτηση που θέτουν πολλοί σκεπτικιστές σήμερα. Και όμως, οι ιεραπόστολοι προσφέρουν μια απάντηση. Το οντολογικό ερώτημα είναι να υπάρχεις, όχι να πράττεις. Η μαρτυρία της ζωής μας είναι το πιο σημαντικό. Αυτό είναι που προσφέρουμε στον κόσμο».

 

«Μια Εκκλησία χωρίς αποστολή δεν είναι Εκκλησία»

Είδα πώς ο Αρχιεπίσκοπος προσέφερε τη ζωή του στον κόσμο. Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που μου δίδαξε ήταν ότι «το αντίθετο της αγάπης είναι το Εγώ». Το Εγώ στρέφεται προς τα μέσα και προσπαθεί να κρατήσει την προσοχή στον εαυτό. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν το αντίθετο του εγωισμού και αποτέλεσε παράδειγμα «Θείας Αγάπης». Η Θεία Αγάπη στρέφεται προς τα έξω και αγκαλιάζει τον καθένα – τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον αμαρτωλό, τον χαμένο. Το Εγώ χρησιμοποιεί τον φόβο για να μας απομακρύνει από τον άλλον. Η Θεία Αγάπη μάς βοηθά να βλέπουμε την εικόνα και την ομοίωση του Θεού σε κάθε άνθρωπο και μας ωθεί να τον αγαπάμε. Αυτή η εγωκεντρική κοσμοθεωρία μπορεί να είναι ατομική αλλά και συλλογική. Ο Αρχιεπίσκοπος εγκαλούσε την Εκκλησία όποτε εκείνη ενεργούσε με εσωστρεφή τρόπο, ενδιαφερόμενη μόνο για τον εαυτό της και τον λαό της. «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», τόνιζε ο Αρχιεπίσκοπος, «πρέπει πάντα να στρέφεται προς τα έξω, αγαπώντας ολόκληρο τον κόσμο. Μια Εκκλησία χωρίς αποστολή δεν είναι Εκκλησία».

Ένα άλλο μάθημα που έμαθα ήταν ότι «το λάδι της θρησκείας δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται για να ανάβει τις φωτιές του μίσους, αλλά για να απαλύνει και να θεραπεύει τις πληγές των άλλων». Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο, όταν ο κόσμος προσπαθούσε να παρουσιάσει τη βία στην περιοχή ως θρησκευτική σύγκρουση μεταξύ Σέρβων ορθοδόξων και Αλβανών μουσουλμάνων, ο Αρχιεπίσκοπος έδειξε πώς η Εκκλησία πρέπει να είναι μια φωνή ειρήνης που προσπαθεί να θεραπεύσει τις πληγές των άλλων. Κινητοποίησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας για να οργανώσει καταυλισμούς προσφύγων για το μισό εκατομμύριο, κυρίως μουσουλμάνους πρόσφυγες, που κατέκλυσαν τη χώρα. Τόνιζε ότι πρέπει πάντα να βοηθάμε όσους υποφέρουν, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι. Έτσι, προσέφερε στην ισλαμική κοινότητα του Κοσόβου, για να αναστηλώσει ένα από τα τζαμιά που είχαν καταστραφεί από τους Σέρβους, ενώ παράλληλα πρότεινε να αναστηλώσει μία από τις σερβικές ορθόδοξες εκκλησίες που είχαν καταστραφεί από τους Αλβανούς.

Κατά τη διάρκεια εκείνου του πολέμου, μου είπε να πάρω μαθητές από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών «Η Ανάσταση του Χριστού» και από τους ορθόδοξους φοιτητές του Πανεπιστημίου των Τιράνων, για να επισκεφθούμε τους καταυλισμούς των προσφύγων και να προσφέρουμε όποια βοήθεια μπορούσαμε. Ένας μαθητής τον ρώτησε: «Πρέπει να φοράμε τους σταυρούς μας για να δείξουμε σε αυτούς τους μουσουλμάνους πρόσφυγες ότι είμαστε χριστιανοί;». Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε: «Να φοράτε τον σταυρό σας κάτω από το πουκάμισό σας, αλλά να αντανακλάτε τη ζωή του σταυρού στους πρόσφυγες – μια ζωή θυσιαστικής αγάπης και προσφοράς». Έτσι, απλώσαμε το χέρι μας και γίναμε φίλοι με πολλούς μουσουλμάνους πρόσφυγες, και εκείνοι είδαν τη μαρτυρία της αληθινής χριστιανικής αγάπης. Ένας πρόσφυγας, με το όνομα Ραμαζάν, μου είπε μετά τον πόλεμο ότι, παρά τη φρικτή βία που είχε βιώσει, είχε ελπίδα για το μέλλον των Αλβανών και των Σέρβων, των μουσουλμάνων και των χριστιανών, λόγω της αγάπης που είδε στον καταυλισμό προσφύγων της Εκκλησίας μας.

 

«Η Εκκλησία δεν έχει εχθρούς»

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος κήρυττε: «Ένας χριστιανός δεν πρέπει ποτέ να έχει εχθρούς. Η Εκκλησία δεν έχει εχθρούς. Ποτέ μη λες κάποιον κακό κομμουνιστή, κακό άθεο, κακό “οτιδήποτε”. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την εικόνα του Θεού. Είναι όλα παιδιά του Θεού και, συνεπώς, είναι αδέλφια μας. Πρέπει να τους αγαπάμε όλους».

Θυμάμαι τη δεκαετία του 1990 μερικοί από τους παραδοσιακούς ορθοδόξους στην Αλβανία ήταν επιφυλακτικοί και καχύποπτοι όταν πρώην κομμουνιστές ή άνθρωποι από μουσουλμανικές οικογένειες έρχονταν στην Εκκλησία. Χιλιάδες από αυτούς τους ανθρώπους βαφτίστηκαν και μερικοί μάλιστα έγιναν ιερείς και επίσκοποι. Ο πρώτος Αλβανός διάκονος που υπηρέτησε τον Αρχιεπίσκοπο προερχόταν από μια μουσουλμανική οικογένεια. Όταν άλλοι αμφισβητούσαν τον Αρχιεπίσκοπο, εκείνος επαναλάμβανε ότι εν Χριστώ οι άνθρωποι γίνονται νέα κτίση. Τους δεχόμαστε όλους. Τους αγαπάμε όλους. Δεν έχουμε εχθρούς.

Παλαιότερα, πολλοί Ρομά κάθονταν έξω από τον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού στα Τίρανα και ζητούσαν βοήθεια. Ο Αρχιεπίσκοπος ενθάρρυνε τους νέους της Εκκλησίας να γίνουν φίλοι με αυτούς τους ανθρώπους. Και το κάναμε. Τους προσκαλέσαμε στο κέντρο νεότητάς μας. Μάθαμε τα ονόματά τους. Τους επισκεφθήκαμε στα σπίτια τους. Και, τελικά, κάποιοι από αυτούς ήθελαν να βαπτιστούν. Όταν είπα στον Αρχιεπίσκοπο για τις βαπτίσεις τους, ήταν πολύ χαρούμενος, αλλά με προειδοποίησε: «Δεν θα είναι όλοι χαρούμενοι. Μερικοί άνθρωποι δεν θέλουν οι Ρομά να μπουν στην Εκκλησία μας. Όμως, εμείς δεχόμαστε όλους τους ανθρώπους και χαιρόμαστε μαζί τους ως αδελφούς και αδελφές μας εν Χριστώ».

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Αρχιεπίσκοπος αντιμετώπισε μεγάλες προκλήσεις και δυσκολίες. Στα πρώτα χρόνια στην Αλβανία, ζούσε σε ένα απλό, μικρό διαμέρισμα και η Αρχιεπισκοπή στεγαζόταν σε ένα διαμέρισμα τεσσάρων δωματίων. Το φαγητό ήταν λιγοστό. Το ρεύμα μπορούσε να κοπεί ανά πάσα στιγμή μέσα στην ημέρα. Αντιμετωπίζαμε κινδύνους. Η ζωή ήταν δύσκολη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το 1994, η κυβέρνηση προσπάθησε να περάσει ένα νέο σύνταγμα, που θα ανάγκαζε τον Αρχιεπίσκοπο να φύγει από τη χώρα εξαιτίας της ελληνικής του καταγωγής. Όλη η ηγεσία της Εκκλησίας ήταν σε ένταση κατά τη διάρκεια αυτής της αβέβαιης περιόδου. Ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος παρέμεινε η σταθερή και γαλήνια επιρροή σε όλους μας. Πάντοτε ακτινοβολούσε αυτό που ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί «την ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου» (Φιλιππισίους 4:7). Δεν φοβόταν ποτέ τίποτα και κανέναν.

Δεν φοβήθηκε ούτε τη βία και το χάος που ακολούθησαν το 1997, όταν ολόκληρη η χώρα βυθίστηκε στην αναρχία και η αστυνομία και ο στρατός εξαφανίστηκαν. Όλες οι ξένες πρεσβείες απομάκρυναν τους πολίτες τους. Ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος και μερικοί από εμάς μείναμε στην Αλβανία, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε τον λαό εν μέσω αυτής της τρομερής κρίσης. Παρότι η ζωή του Αρχιεπισκόπου απειλήθηκε, δεν φοβήθηκε ούτε υποχώρησε ποτέ, επειδή εμπιστευόταν τον Θεό. Και εν μέσω αυτού του χάους, η Εκκλησία ανταποκρίθηκε παρέχοντας βοήθεια σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες που υπέφεραν κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών αναταραχής.

 

«Υπάρχει πάντα κάτι να μάθουμε, όπου κι αν πάμε» 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος συχνά ανακαλούσε το μάθημα που έμαθε όταν ήταν διάκονος, κατά τη διάρκεια μιας απομόνωσης στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, λίγο πριν από τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο. Εκείνη την εποχή, πάλευε με την απόφαση να πάει στην Αφρική ως ιεραπόστολος ή να μείνει στην Ελλάδα. Παρότι οι περισσότεροι άνθρωποι του έλεγαν ότι πρέπει να μείνει στην Ελλάδα, έμαθε να εμπιστεύεται την Πρόνοια του Θεού. «Ο Θεός είναι αρκετός! Ή είναι ο Θεός αρκετός; Σε ποιον Θεό πιστεύουμε, αν νομίζουμε ότι δεν είναι αρκετός; Είναι ο Θεός που δημιούργησε το σύμπαν, που έχει παρέμβει στην ιστορία, που έγινε σάρκα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού; Αν αυτός είναι ο Θεός που πιστεύουμε, τότε είναι αρκετός για κάθε κατάσταση και δυσκολία της ζωής. Μπορούμε να Τον εμπιστευτούμε. Αν ο Θεός σου φτάνει, τότε πήγαινε στην Αφρική. Αν δεν σου φτάνει, τότε σε ποιον Θεό πιστεύουμε;»

Ο Αρχιεπίσκοπος εφάρμοσε αυτό το μάθημα σε όλη του τη ζωή. Αποφάσισε να πάει στην Αφρική και τέλεσε την πρώτη του Θεία Λειτουργία στην Καμπάλα της Ουγκάντας το 1964, αμέσως μετά τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο. Θυμόταν αυτά τα λόγια όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ως Αρχιεπίσκοπος Ανατολικής Αφρικής το 1981, παραμένοντας στη χώρα για δέκα χρόνια. Και ανακάλεσε αυτό το μάθημα όταν, σε ηλικία 62 ετών, του ζητήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο να μεταβεί στην Αλβανία μετά τα σκοτεινά χρόνια του κομμουνισμού. Σε μια εποχή που άλλοι σκέφτονται τη συνταξιοδότηση, ο Αρχιεπίσκοπος αποδέχθηκε τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του – να πάει στη μοναδική χώρα στον κόσμο όπου κάθε θρησκεία ήταν απαγορευμένη για 23 χρόνια και να αναστήσει μια αρχαία Εκκλησία. Κήρυξε σε μια γενιά ανθρώπων που δεν γνώριζαν τίποτα για τον Θεό. Ξεπέρασε τις υποψίες και τον σκεπτικισμό των Αλβανών που ήταν αβέβαιοι για έναν Έλληνα ιεράρχη που ερχόταν στην Αλβανία. Και ίδρυσε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας για όλους τους ανθρώπους – Αλβανούς, Έλληνες και Βλάχους.

Ένα άλλο σημαντικό μάθημα που έμαθα από τον Αρχιεπίσκοπο ήταν ότι πρέπει πάντα να παραμένουμε ταπεινά παιδιά του Θεού. Όταν έγινε Επίσκοπος Ανδρούσης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1972, συνειδητοποίησε τον κίνδυνο αυτών των δύο υψηλών θέσεων. Ωστόσο, υποσχέθηκε ότι, αντί να ενεργεί ως επίσκοπος και καθηγητής, θα παρέμενε πάντα διάκονος που υπηρετεί τους άλλους και μαθητής που συνεχώς μαθαίνει. Μου είπε: «Υπάρχει πάντα κάτι να μάθουμε, όπου κι αν πάμε και με όποιους κι αν συναντηθούμε. Από την Αφρική, έμαθα ένα σημαντικό μάθημα για την Αλβανία. Σεβάσου ό,τι καλό υπάρχει, όπου κι αν βρεθείς, και μη νομίζεις ότι ξέρεις καλύτερα από τους άλλους. Μην προσπαθείς να επιβάλεις τη δική σου κουλτούρα στους άλλους. Πρόσφερε ό,τι καλύτερο έχει η δική σου κουλτούρα, αλλά σεβάσου και μάθε από ό,τι καλό υπάρχει στη δική τους».

Ο Αρχιεπίσκοπος μου εξήγησε: «Η θεολογική μου θέση ήταν πάντα να ζω το μυστήριο της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Να ζω την αποστολή της Εκκλησίας με την οικουμενική και εσχατολογική της προοπτική. Να ζω τη ζωή του σταυρού πάντα με την ελπίδα της Ανάστασης».

Ο Σταυρός και η Ανάσταση συνοψίζουν τη ζωή και τη διακονία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Αποδεχόταν όποιον σταυρό τού έδινε ο Θεός στη ζωή του και στη συνέχεια κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα του Αναστημένου Χριστού και ζούσε καθημερινά στο φως και στην ελπίδα της Ανάστασής Του. Οι πρώτες λέξεις που έμαθε στα αλβανικά ήταν «Krishti u Ngjall» – Χριστός Ανέστη! Και ό,τι έκανε στην Αλβανία, μαζί με τη μαρτυρία του στην Αφρική και σε ολόκληρο τον κόσμο, αποτέλεσε μια προσπάθεια να φέρει το φως του Αναστημένου Χριστού σε έναν κόσμο γεμάτο σκοτάδι.

Κλείνω με έναν από τους ύμνους που ο Αρχιεπίσκοπος αγαπούσε πάντα να ψάλλει μαζί με τον λαό: «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος».

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπήρξε πρεσβευτής του Χριστού, ενεργώντας ως όργανο στα χέρια του Κυρίου, φέρνοντας τα θαυμάσια του Θεού στην Αλβανία, στην Ελλάδα, στην Αφρική και σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

*Ο Πρωτοπρεσβύτερος Λουκάς Βερόνης είναι καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη και συγγραφέας του βιβλίου Πορευθέντες, εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017.

ΠΗΓΗ: Ἐφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  6/2/2025

Μία σκέψη στο“Αναστάσιος, ο πνευματικός μου πατέρας και μέντορας, του Πρωτοπρεσβυτέρου Λουκά Βερόνη”

  1. Μαρία Βαίτση λέει:

    Ένας άνθρωπος γεμάτος χάρη και πίστη Θεού.
    Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά και έλεγχο για την προσωπική μας ζωή.
    Πόσους ανθρώπους ενέπνευσε, πόσους ανθρώπους οδήγησε σαν καλός ποιμένας στον δρόμο του Θεού.
    Με εντυπωσιάζει η βαθιά του εμπιστοσύνη στον Θεό και η απλότητα και αγάπη που αντιμετώπιζε τους ανθρώπους.
    Πιστεύω πως θα αρχίσουν σιγά σιγά να γράφονται πολλά άγνωστα συμβάντα για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.
    Τα περιμένουμε να τα διαβάσουμε. Αφήνουν τέτοια γλυκά στην ψυχή μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *