Φαγώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν καινούρια θρησκεία του, τὴ μηχανικὴ ἐπιστήμη, καὶ τώρα ἀπολαμβάνει τὰ καλά της, κι ἀπὸ μέσα του κι ἀπ’ ἔξω του. Μὲ τὰ ἀεροπλάνα τὰ λεγόμενα ἀεριωθούμενα, ποὺ κάνουν σὰν διαβόλοι, καὶ λιανίζουν τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν κάνουνε κιμᾶ, μὲ τοὺς ἀσύρματους, μὲ τὰ ραντάρ, μὲ τοὺς πύραυλους, καὶ μὲ τ’ ἄλλα τὰ διάφορα σατανικὰ ἐφευρήματα, γίνηκε κόλαση ὁ κόσμος, μ’ ὅλο ποὺ ἔλεγε ἡ περηφάνεια μας πὼς αὐτὸ θὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο. Νά, λοιπόν, ποὺ τὴν ἔκανε παράδεισο, ἀλλὰ ἕναν παράδεισο δίχως φῶς, δίχως χαρά, δίχως εἰρήνη, δίχως ἀγάπη, δίχως ἐλπίδα, δίχως ἐμορφιά. Στὸν φυσικό κόσμο ἐξώντωσε τὸν ἥλιο, μὲ τὰ βρωμομανιτάρια ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς μπόμπες καὶ ποὺ ἀνεβαίνουνε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν καπλαντίζουνε μὲ φαρμακεροὺς ἀτμοὺς κι ἀντάρες. Φαρμάκωσε ὅλες τις θροφὲς τ’ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐπιστήμη τοῦ σατανᾶ, τὴ χημεία, φαρμάκωσε τὰ λάχανα, τὰ χόρτα, τὰ δέντρα, τὰ ζῶα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια, ἔτσι ποὺ τὸ κρέας τους νὰ εἶναι ἄρρωστο καὶ νὰ σαπίζει σὲ μία μέρα καὶ νὰ εἶναι ἄνοστο σὰν κανένα λάστιχο. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρώγει αὐτὰ τὰ κατασκευάσματα, πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει ὑγεία, πῶς νὰ μὴ σαπίσει ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες, πῶς νὰ μὴν ἐκφυλιστεῖ; Τ’ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς φοβερῆς παραμόρφωσης ποὺ ἔχει πάθει ὁ φυσικὸς κόσμος, εἶναι ἡ παραμόρφωση ποὺ ἔρχεται στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ψυχὴ καὶ ποὺ ἀποκορυφώνεται μὲ τὴν τρέλλα ποὺ φανερώνεται στὶς ἀμέτρητες θεωρίες καὶ στὰ λαμπρὰ ἔργα τῆς τέχνης.
Κυττάξετε γύρω μας, τί κάνουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι στὶς τέχνες, ποὺ ἄλλη φορὰ χαροποιούσανε καὶ ξεκουράζανε τὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ κι οἱ Ἕλληνες λέγανε «τέχνη ἐστὶ τέρψις» καὶ «ἀτυχήσασι τέχνη παρηγορία». Σ’ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἀπελπισίας ποὺ κατάφερε νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπόμεινε τίποτα ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀπάνω του τὴ φριχτὴ σφραγῖδα τῆς τρέλλας καὶ τῆς φρίκης. Ἡ πολιτικὴ κατάσταση εἶναι μαύρη καὶ σκοτεινή, ἡ γνώση, ἡ ἐπιστήμη κι οἱ διάφορες θεωρίες τους εἶναι κι αὐτὲς σὰν βραχνᾶδες, τὸ ἴδιο καὶ χειρότερο εἶναι καὶ ἡ τέχνη, ποὺ ἤτανε ἡ τελευταία ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καμαρώσετε τί «ἔργα» παρουσιάζουν οἱ «τέχνες» σήμερα. Εἶναι νὰ φράζει κανένας τὰ μάτια του. Ὅλα αὐτὰ τὰ πασαλείμματα ἀπάνω στοὺς μουσαμᾶδες, ποὺ λέγουνται «ἔργα ζωγραφικῆς», ὅλα αὐτά τα παλιοσίδερα ἢ τὰ νταμαροκοτρώνια ποὺ παρουσιάζουνται γιὰ «ἔργα γλυπτικῆς» σὲ κάνουν ὄχι μονάχα νὰ ἀηδιάσεις γιὰ τὸ κατάντημά μας, ἀλλὰ καὶ νὰ θυμώσεις γιὰ τὴν ἀδιαντροπιὰ ποὺ φανερώνουν αὐτὰ τὰ τερατουργήματα. Γιατί, ἕνα χαρακτηριστικὸ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ὅλα, εἶναι ἡ ἀδιαντροπιά. Μπορεῖ κανένας πολὺ σωστὰ νὰ πεῖ γιὰ τὴν ἐποχή μας πὼς εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς τρέλλας καὶ τῆς ἀδιαντροπιᾶς. Γιατί, ἂν δὲν εἶναι κανένας ἀδιάντροπος, πῶς θὰ κάνει τέτοια «ἔργα», σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω;
Ἀλλὰ καὶ τί ἄλλο ἀπὸ ἀδιαντροπιὰ φανερώνουν καὶ τὰ μὰτς μὲ τὴ θεὰ μπάλλα, ποὺ τὴν κλωτσᾶνε ἕνα σωρὸ χασομέρηδες, γιὰ νὰ διασκεδάσουνε τὶς μυριάδες «φίλαθλους», ποὺ δὲν εὑρῆκαν ἄλλο τίποτα γιὰ νὰ νοιώσουν ἀγωνία καὶ χτυποκάρδι, ἀλλὰ μόνο τὴ «μπάλλα»; Καὶ γίνουνται σοβαρὰ συνέδρια γιὰ τὴ μπαλλα, μὲ ἀντιπροσωπεῖες, μὲ συζητήσεις, μὲ ἀνακοινωθέντα, μὲ δημοσιογράφους. Σὲ τέτοιο δυσθεώρητο ὕψος δὲν ἔφταξε ποτὲ ἡ ἀνοησία.
Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογῆς – λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο;
Ἐκείνους τοὺς λίγους ποὺ δὲν εἶναι ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ «τὰ θαύματα τῆς ἐποχῆς μας», οἱ ἄλλοι, αὐτὴ ἡ μερμηγκιὰ ποὺ ἔκανε αὐτὸν τὸν παράδεισο καὶ ποὺ τὸν χαίρεται, τοὺς λέγει τρελλούς, ὅπως θὰ λέγανε παλαβοὺς κάποιους ἀνθρώπους μὲ σωστὰ μυαλὰ οἱ ἄρρωστοι τοῦ φρενοκομείου, βλέποντάς τους ἀνάμεσά τους. Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα βουνά, χωράφια καὶ κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται πολιτισμός. Τράβα, λοιπόν, μακρυὰ ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιὲς ποὺ τὶς λένε πολιτεῖες, γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὸ μαράζι, γιὰ νὰ νοιώσεις ἀπάνω σου τὴ ζωογόνα πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, αὐτὸ δὲν φτάνει. Πρέπει νὰ ἔχεις μάτια ἁγνὰ γιὰ νὰ βλέπεις, αὐτιὰ ἁγνὰ γιὰ ν’ ἀκοῦς, καρδιὰ ἁγνὴ γιὰ νὰ αἰσθάνεσαι, κι ὄχι χαλασμένη. Γιατί ἀπὸ τὶς πολιτεῖες τρέχουνε γιὰ νὰ φύγουνε, ὅποτε μπορέσουνε, κι ἐκεῖνοι ποὺ καυχιοῦνται πὼς ἡ ἐποχή μας εἶναι θαυμάσια, μά, φεύγοντας ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιές, κουβαλᾶνε μαζί τους καὶ τὴν παραμορφωμένη ψυχή τους. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώθουνε τὴν ἐμορφιὰ ἑνὸς βουνοῦ, παρὰ μόνο σὰν ὀρειβάτες, μ’ ἄλλα λόγια δὲν νοιώθουνε τίποτα, μήτε ἕνα δέντρο εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, μήτε τὸ μυστήριο ποὺ ἔχει τὸ κῦμα, μήτε τὸ θρησκευτικὸ πανηγύρι τῶν λουλουδιῶν. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τρέχουνε σὰν τρελλοὶ μὲ τ’ αὐτοκίνητα γιὰ νὰ μὴ δοῦνε τίποτα, νὰ μὴν αἰσθανθοῦνε τίποτα, νὰ μὴν ἀγαπήσουνε τίποτα. Αὐτὸ τὸ λένε «φυσιολατρία»! Ὅπως καταντήσανε τὰ πάντα, οἱ ἰδέες, οἱ τέχνες, οἱ θρησκεῖες, ἔτσι κατάντησε κι ἡ φυσιολατρία.
Ἐμεῖς ὅμως «οἱ καθυστερημένοι», περπατᾶμε καὶ χαιρόμαστε σὰν βλέπουμε ἕνα κομμάτι γαλανὸν οὐρανό, ἀνάμεσα στὰ σύννεφα, καὶ κανένα χελιδόνι ποὺ πετᾶ ἀπὸ πάνω μας καὶ ποὺ θαρρεῖς πὼς θὰ τρυπώσει μέσα στὸ γαλάζιο ἐκεῖνο παραθύρι. Νοιώθουμε τὴ μυρουδιὰ ποὺ βγάζουνε τ’ ἀγριολούλουδα καὶ τ’ ἁγιασμένα χορτάρια, καθὼς καὶ τὸ χῶμα τῆς βλογημένης γῆς μας. Ἀναστηνόμαστε ἀπὸ τ’ ἀγεράκι ποὺ φυσᾶ, σὰν νάμαστε βαρυποινῖτες ποὺ δραπετέψαμε ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ δοξάζουμε τὸν Κύριο ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὴν ἐξαίσια ἐποχή μας καὶ τὰ καλά της.