Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν ὅμως ζητήσουμε τὸ νερὸ τῆς αἰωνιότητας, αὐτὸ θὰ μᾶς κάνει νὰ μὴν ξαναδιψάσουμε ποτέ. Μὲ αὐτὸ, ἡ πορεία τῆς ζωῆς θὰ γίνει πιὸ εὐχάριστη, δὲν θὰ νοιώθουμε μοναξιὰ στὸ ταξίδι μας καὶ θὰ ἀπολαμβάνουμε κάθε στιγμὴ μοναδικὴ, μὲ τὸ μάτι ὄχι τῆς πρόσκαιρης πορείας μας ἀλλὰ τῆς αἰώνιας. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἐφοδιάσει μὲ αὐτὸ τὸ νερό; Μόνον ὁ Χριστός μας, πού μᾶς λέει μέσα ἀπὸ τὰ Ἀπολυτίκο τῆς Μεσοπεντηκοστῆς: Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Μόνον αὐτὸς, πού μᾶς λέει: Ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου οὐ μή διψήσει εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. δ΄ 14)

  • !

    Ἐνανθρώπησε ὁ Χριστός μας καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ σώσει ἔστω καὶ μία ψυχὴ ἁμαρτωλή. Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμη κάτω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπῆρχε μία μόνο ψυχὴ διψασμένη, ἁμαρτωλή, γι’ αὐτὴν καὶ μόνο θὰ ὑπέφερε προθύμως τὰ πάντα, ὅπως τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴ μαστίγωση, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὴν κόκκινη χλαμύδα καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρικὸ θάνατο, γιὰ νὰ τὴν ξεδιψάσει, νὰ τὴν ξεστρατίσει ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τῆς χαρίσει τὴ σωτηρία, στὴν αἰώνια ἀπόλαυση.

  • !

    Τὸ νερὸ, ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ τὴ δεύτερη πορεία μας, δὲν εἶναι ὑλικό. Εἶναι ἄυλο. Καὶ μᾶς τὸ δίνει δωρεὰν ὁ Χριστός μας, ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας Του, τῆς φιλανθρωπίας Του. Ὅταν ἐμεῖς τὸ ἀναζητήσουμε, τότε Ἐκεῖνος διανύει πρόθυμα καὶ χαρούμενα χιλιάδες χιλιάδων χιλιόμετρα, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ μᾶς ξεδιψάσει. Ἂς τοῦ τὸ ζητήσουμε, ὅπως ἡ Ἁγία Φωτεινή, ἡ Σαμαρείτισσα, λέγοντες: «Δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, Κύριε»! Καὶ τότε θὰ συνεχίσουμε ἐπιτυχῶς, τόσο τὴν πρόσκαιρη πορεία μας, ὅσο καὶ τὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὁδοιποροῦμε μόνοι μας ἀλλὰ μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον, πού μᾶς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὑδέν» (Ἰωάν. ιε΄ 5).

  • !

    Ἂν τὶς πλησιάσουμε καὶ ἂν τὶς ἀνακουφίσουμε λέγοντάς τους, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος καὶ ὅτι, ἂν κάποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ δικό Του τὸ νερό, δὲν θὰ ξαναδιψάσει ποτέ, τότε στὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα θὰ εἴμαστε εὐλογημένοι, χαρούμενοι, χωρὶς νὰ νοιώθουμε κόπωση καὶ θὰ ἔχουμε τὴν ἠθικὴ ἱκανοποίηση, ὅτι μαζί μας συμπορεύονται καὶ ἄλλες ψυχὲς ξεδιψασμένες ἀπὸ τὸ «Ὕδωρ τό ζῶν» (Ἰωάν. δ΄ 11).

Οἱ δυὸ πορεῖες τῆς ζωῆς μας

 

Με τη γέννησή μας ξεκινᾶμε δυὸ πορεῖες στὴ ζωή μας. Τὴ βιολογική μας πορεία στὴ γῆ καὶ τὴν πορεία μας πρὸς τὸν οὐρανό. Ξεκινᾶμε δυὸ πορεῖες σὲ παράλληλα μονοπάτια ποὺ θέλοντας καὶ μὴ τὶς ἀκολουθοῦμε, ἀφοῦ εἶναι πορεῖες πρὸς τὸ χρόνο. Ἡ πρώτη πορεία ἔχει ὁρισμένο τέλος σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ, ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουμε ἀλλὰ μόνο ὁ Θεὸς καὶ Πλάστης μας τὴ γνωρίζει. Ἡ δεύτερη εἶναι ἀτελεύτητη, ὁδηγεῖ στὴν αἰωνιότητα.

Για τὴν πρώτη πορεία μας, ἐφοδιαζόμαστε ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια μὲ τὴ βοήθεια τῶν γονέων καὶ τῶν διδασκάλων μας, ὥστε νὰ τὴ διανύσουμε ὅσο γίνεται πιὸ ἀνώδυνα, μὲ περισσότερη γνώση, μὲ περισσότερα ἀγαθά, καὶ νὰ τὴν χαροῦμε μὲ τὶς ἐναλλαγές, τὶς περιπέτειες καὶ τὶς ἐμπειρίες ποὺ αὐτή μᾶς γεμίζει. Γιὰ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ εἶναι ἀτελεύτητη καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν θέσουμε σὲ προτεραιότητα ἐφοδιασμοῦ, δυστυχῶς, δὲν ἐνδιαφερόμαστε καὶ πολύ, νὰ μὴν πῶ ὅτι δὲν ἐνδιαφερόμαστε καθόλου. Καὶ ὅμως, ἡ ἐπιτυχὴς πρώτη πορεία προϋποθέτει καὶ τὴ μέριμνά μας γιὰ τὴ δεύτερη.

Βασικὸς ἐφοδιασμὸς γιὰ τὶς πορεῖες μας εἶναι τὸ νερό.  Χωρίς νερὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ. Ἡ δίψα εἶναι ἀνάγκη ἐπιτακτική. Ἔτσι, κάθε ὁδοιπόρος ἔχει πάντοτε μαζί του ἕνα παγούρι μὲ νερό, γιατί ὁ ἱδρώτας τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μᾶς κάνει νὰ διψοῦμε. Οἱ πορεῖες μας δὲν εἶναι ποτὲ σὲ δρόμο εὐθὺ καὶ ἐπίπεδο. Ἔχουν ἀνηφόρες καὶ κατηφόρες, ἔχουν κακοτράχαλα βουνά, ἔχουν ρεματιὲς καὶ χαράδρες, ἔχουν ἀμμουδερὲς καὶ ἄνυδρες ἐρήμους, ἔχουν σκαρφάλωμα σὲ πέτρες μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ βάτα καὶ τριβόλια. Σὲ κάθε στάση μας, σηκώνουμε τὸ παγούρι μας καὶ πίνουμε νερό, γιὰ ἕνα ξεδιψάσουμε. Ὅμως, τὸ περιεχόμενό του σύντομα ἐξαντλεῖται καὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας, νὰ ἀναζητήσουμε πηγὲς ὕδατος. Πορευόμαστε καὶ ψάχνουμε γιὰ γάργαρο, καθαρὸ νερό, νερὸ ἀνεφοδιασμοῦ μας, νερὸ ζωῆς, ἀφοῦ πάλι καὶ πάλι θὰ διψάσουμε καὶ δὲν θὰ πάψουμε νὰ πίνουμε, μέχρι νὰ φθάσουμε στὸ τέλος τῆς πορείας μας.

Γιὰ τὴν πρώτη μας πορεία στὸ ταξίδι μας στὴ γῆ, προσπαθοῦμε νὰ ἔχουμε πάντοτε ἤ νὰ βρίσκουμε στὸ δρόμο μας πηγὲς ὕδατος. Γιὰ τὸ δεύτερο, τὸ αἰώνιο, τί κάνουμε; Γι’ αὐτὸ ἀδρανοῦμε; Δι’ αὐτὸ δὲν μεριμνοῦμε; Ἄλλοι ναί, ἄλλοι ὄχι! Ὅταν ὅμως ζητήσουμε τὸ νερὸ τῆς αἰωνιότητας, αὐτὸ θὰ μᾶς κάνει νὰ μὴν ξαναδιψάσουμε ποτέ. Μὲ αὐτὸ, ἡ πορεία τῆς ζωῆς θὰ γίνει πιὸ εὐχάριστη, δὲν θὰ νοιώθουμε μοναξιὰ στὸ ταξίδι μας καὶ θὰ ἀπολαμβάνουμε κάθε στιγμὴ μοναδικὴ, μὲ τὸ μάτι ὄχι τῆς πρόσκαιρης πορείας μας ἀλλὰ τῆς αἰώνιας. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἐφοδιάσει μὲ αὐτὸ τὸ νερό; Μόνον ὁ Χριστός μας, πού μᾶς λέει μέσα ἀπὸ τὰ Ἀπολυτίκο τῆς Μεσοπεντηκοστῆς: Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Μόνον αὐτὸς, πού μᾶς λέει: Ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου οὐ μή διψήσει εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. δ΄ 14)

Τί ζητάει ὁ Χριστός μας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ὁδοιπόρους; Ζητάει νὰ τοῦ ποῦμε μαζὶ μὲ τὴ Σαμαρείτισσα: «Δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ» (Ἰωάν. δ΄ 15).Θὰ μᾶς πεῖ κάποιος: Θὰ τὸν βροῦμε τὸν Χριστό μας στὴν πορεία μας; Μά, βρίσκεται διαρκῶς δίπλα μας. Ἐμεῖς δὲν τὸν βλέπουμε, ἐμεῖς δὲν τὸν ἀναζητοῦμε. Αὐτὸς, γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει τὴ Σαμαρείτισσα, ἔκανε μακριὰ πορεία ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Σαμάρεια. Δὲν ὑπολόγιζε τὴ ζέστη, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα. Ἂς τὸ δοῦν αὐτὸ οἱ σύγχρονοι κυβερνῆτες καὶ ἄρχοντες καὶ μεγιστάνες τῆς γῆς, οἱ πλούσιοι μὲ τὶς ἀστραφτερές σας λιμουζίνες, ποὺ δὲν ὁδοιποροῦν οὔτε ἀναζητοῦν τὸν πτωχὸ Ναζωραῖο, ἂν καὶ εἶναι δίπλα τους, γιὰ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς Του! Ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἅμαξα ποὺ τὴν σύρουν ὑπερήφανα ἄλογα, ἀλλὰ ἔλεγε ὅτι «Αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσι καί τὰ πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δε υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. η΄ 20, Λουκ. θ΄ 58).

Ἐκεῖνον τὸν βλέπουμε νὰ πεζοπορεῖ σὰν τὸν πιὸ φτωχὸ ἄνθρωπο, νὰ βαδίζει δεκάδες χιλιόμετρα, νὰ διασχίζει πεδιάδες καὶ βουνά, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Συχὲμ τῆς Σαμαρείας, νὰ δώσει νερὸ στὴ διψασμένη Σαμαρείτισσα. Γιὰ μία ψυχὴ σηκώθηκε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦρθε στὴ Σαμάρεια; Ναί, γιὰ μία ψυχὴ ὁδοιπόρησε τόση ἀπόσταση, ἡ ὁποία, ὅμως, εἶναι πολὺ μικρὴ ἐμπρὸς στὴν ἄλλη, ἐκείνη τὴν ἰλιγγιώδη ἀπόστασι ποὺ διήνυσε, ὅταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦρθε στὴ γῆ νὰ γίνει ἄνθρωπος, ὅταν «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» (Β΄ Βάσ. 22, 10, Ψάλμ. 17, 10). Ἐνανθρώπησε ὁ Χριστός μας καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ σώσει ἔστω καὶ μία ψυχὴ ἁμαρτωλή. Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμη κάτω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπῆρχε μία μόνο ψυχὴ διψασμένη, ἁμαρτωλή, γι’ αὐτὴν καὶ μόνο θὰ ὑπέφερε προθύμως τὰ πάντα, ὅπως τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴ μαστίγωση, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὴν κόκκινη χλαμύδα καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρικὸ θάνατο, γιὰ νὰ τὴν ξεδιψάσει, νὰ τὴν  ξεστρατίσει ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τῆς χαρίσει τὴ σωτηρία, στὴν αἰώνια ἀπόλαυση.

Τὸ νερὸ, ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ τὴ δεύτερη πορεία μας, δὲν εἶναι ὑλικό. Εἶναι ἄυλο. Καὶ μᾶς τὸ δίνει δωρεὰν ὁ Χριστός μας, ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας Του, τῆς φιλανθρωπίας Του. Ὅταν ἐμεῖς τὸ ἀναζητήσουμε, τότε Ἐκεῖνος διανύει πρόθυμα καὶ χαρούμενα χιλιάδες χιλιάδων χιλιόμετρα, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ μᾶς ξεδιψάσει. Ἂς τοῦ τὸ ζητήσουμε, ὅπως ἡ Ἁγία Φωτεινή, ἡ Σαμαρείτισσα, λέγοντες: «Δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, Κύριε»!  Καὶ τότε θὰ συνεχίσουμε ἐπιτυχῶς, τόσο τὴν πρόσκαιρη πορεία μας, ὅσο καὶ τὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὁδοιποροῦμε μόνοι μας ἀλλὰ μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον, πού μᾶς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ  οὐ δύνασθε ποιεῖν οὑδέν» (Ἰωάν. ιε΄ 5).

Καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς θὰ ξεδιψᾶμε ἀλλὰ ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ τῆς Χάριτός Του θὰ ξεδιψάσουμε καὶ ἄλλες ψυχές, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὴν ὕπαρξή Του. Θὰ γίνουμε Ἀπόστολοι, ὅπως ἡ Ἁγία Φωτεινή. Θὰ γίνουμε κήρυκες, ὁ καθένας στὸν κύκλο μας, μέσα στὸ σπίτι μας, στὴ γειτονιά μας, στὴν ἐργασία μας, στὰ σχολεῖα μας, στὴν πατρίδα μας, σὲ ἄλλα μέρη μακρινά, ἐκεῖ ποὺ περιμένουν ἀναρίθμητες ψυχὲς περιφρονημένες ἀπὸ τὸν κόσμο, κουρασμένες ἀπὸ τὴν πορεία μέσα στὶς θλίψεις καὶ στὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ἂν τὶς πλησιάσουμε καὶ ἂν τὶς ἀνακουφίσουμε λέγοντάς τους, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος καὶ ὅτι, ἂν κάποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ δικό Του τὸ νερό, δὲν θὰ ξαναδιψάσει ποτέ, τότε στὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰωνιότητα θὰ εἴμαστε εὐλογημένοι, χαρούμενοι, χωρὶς νὰ νοιώθουμε κόπωση καὶ θὰ ἔχουμε τὴν ἠθικὴ ἱκανοποίηση, ὅτι μαζί μας συμπορεύονται καὶ  ἄλλες ψυχὲς ξεδιψασμένες ἀπὸ τὸ «Ὕδωρ τό ζῶν» (Ἰωάν. δ΄ 11).