Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μόλις ἀράξαμε στή Στένη*, ὁ καπετάν Ξυρίχης πῆρε τή βάρκα κι ἔτρεξε στό τηλεγραφεῖο. Δυό ἡμέρες τώρα δέν ἤβρεσκε ἡσυχία. Τριάντα μίλια ἔξω ἀπό τό Μπουγάζι* ἀντάμωσε τόν «Ἀρχάγγελο», τό μπάρκο* του, πού ἦταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τά δυό του ἀδέρφια. Δέν πρόφτασαν νά καλοχαιρετηθοῦν, νά εἰποῦν γιά τό φορτίο καί τό ναῦλο τους καί τούς χώρισε ὁ χιονιάς.

  • !

    Τί νά ἔγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε νά ὀρθοπλωρίσει κι ἐκεῖνος ἤ ἔπεσε ἀπάνω στούς βράχους; Κι ἄν τσακίστηκε τό μπάρκο, σώθηκαν τοὐλάχιστον τ’ ἀδέρφια του; Ὅλο τέτοια συλλογίζεται κι ἔχει συγνεφωμένο τό μέτωπο, τρέμουλο ἔχει στήν καρδιά.

  • !

    Ὅταν ἔφτασε στό τηλεγραφεῖο, ξέχασε μιά στιγμή τόν πόνο του ἐμπρός στόν πόνο τῶν ἀλλωνών.
    Βιαζότανε νά μάθει καί τή δική του μοῖρα. Ἔσπρωξε τόν κόσμο ζερβόδεξα, ἀνέβηκε δυό δυό τά σκαλιά, ἔφτασε μέ κόπο στή θυρίδα καί ρώτησε μέ ὀλότρεμη φωνῇ:
    Γιά τόν «Ἀρχάγγελο»… τό μπάρκο… μήν ἀκούσατε τίποτα;

  • !

    Ναί …«Ἀρχάγγελος». Χάθηκε στό τάδε μέρος τῆς Ρούμελης*. Κόπηκε στά δυό· ἡ πρύμνη του ρίχτηκε στούς βράχους μέ δυό παιδιά μέσα… Τά παιδιά εἶναι ζωντανά.
    Δόξα σοι ὁ Θεός! Πέτρος καί Γιάννης εἶναι τ’ ἀδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν καί τά δυό. Ζωντανά ἐκεῖνα, θρύμματα τό ὁλοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ὁ Θεός! Φτιάνουν ἄλλο μεγαλύτερο καί ὀμορφότερο. Φιλεύει ἀνοιχτόκαρδος πέντε ποῦρα τόν ὑπάλληλο· δίνει ἕνα μετζίτι* κέρασμα στόν ὑπηρέτη· παρηγορεῖ γλυκομίλητος τά θλιμμένα πρόσωπα: -Δέν εἶναι τίποτα· ὅλοι καλά εἶναι· ὅλα καλά!

  • !

    Ποιᾶς ἡλικίας τάχα; ξαναρωτᾷ.
    Δέκα – δώδεκα χρονῶν.
    Πάλι ἀπελπισία. Τ’ ἀδέρφια του δέν εἶναι τόσο μικρά. Εἶναι ἀπό εἰκοσιπέντε κι ἀπάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τίς σκάλες, βγαίνει ἀπό τήν αὐλή, παίρνει τό βαποράκι καί φτάνει στά Θεραπειά*. Ἀπό κεῖ μ’ ἕν’ ἄλογο φτάνει στόν Ἀϊ-Γιώργη, παίρνει τήν ἀκρογιαλιά.

  • !

    Ἔκαμε ἀκόμη μερικά βήματα ὁ καπετάν Ξυρίχης καί ἄξαφνα βρέθηκε μπρός στό μπάρκο του.
    Βλέπει τό ναύκληρο νεκρό στό πλάγι· βλέπει τους ναῦτες πέρα δῶθε σκορπισμένους, ἄλλους κολλιτσίδα ἀπάνω στά κοτρόνια, ἄλλους μισοσκεπασμένους μέ τόν ἄμμο, ἄλλους παιχνίδι τοῦ νεροῦ, δαρμός καί φτύμα του. Κι ἀπάνω στά τουμπανιασμένα κουφάρια, στά πρόσωπα τά χασκογέλαστα, τά ὄρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν τό ράμφος στή νεκρή σάρκα καί στόν κρότο του πέταξαν κράζοντας, σάν νά διαμαρτύρονταν πού τά ἐνοχλοῦσε στό πλούσιο φαγοπότι.

  • !

    Βρίσκει ἀσούσουμα καί τ’ ἀδέρφια του. Τό ἕνα κείτεται μέ τό κεφάλι συψαλιασμένο*, τό ἄλλο ἔχει καί τά δύο πόδια κομμένα στά γόνατα. Ἄν δέν τοῦ τό ‘λεγε ἡ ψυχή, βέβαια δέ θά τά γνώριζαν τά μάτια του, ὅπως καί τό μπάρκο. Ἀλλά τοῦ τό εἶπε καί τά καλογνώρισε. Καί τότε τά μάτια του στέρεψαν, οὔτε δάκρυα βγάζουν οὔτε σπαρταροῦν. Τή θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Ἄξαφνα ὁ γρόθος σηκώνεται νά πέφτει μέ ὁρμή, πού λές τρόμαξε καί πισωπάτησε ἐκείνη φοβισμένη.

  • !

    Ἔπειτα σκύφτει καί γλυκοφιλεί τ’ ἀδέρφια του. Χαϊδεύει τους τά χτυπημένα κορμιά ἀνάλαφρα, σάν νά φοβᾶται μήν τά ξυπνήσει· κάτι τούς ψιθυρίζει μυστικά στ’ αὐτί, θές παρηγοριά, θές μακρινήν ὑπόσχεση. Ἔπειτα μέ τό λάζο* ἀρχίζει καί σκάφτει τόν τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιά ὥρα στόν ἄμμο. Τόν ἄνοιξε καλά, ἀπίθωσε πρῶτα τ’ ἀδέρφια, ἔπειτα τό ναύκληρο, κατόπιν τοὺς ναῦτες, κύλησε ἐπάνω πέτρες καί χάλαρα. Ἔπειτα ἔπιασε πάλι τή στράτα του κι ἔφτασε στά Θεραπειά. Βρίσκει τό βαπόρι, ἔφτασε πάλι στό μπάρκο του.
    Ἕτοιμα; ρωτᾷ τό γραμματικό.
    Ἕτοιμα.
    Βίρα ἄγκουρα!
    Ὁ καπετάν Ξυρίχης, ἀμίλητος, ἔπιασε τή θέσῃ του στό κάσαρο κι ἐξακολουθήσαμε τό ταξίδι.

Ναυάγια

 

Ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες – Ελένη Χάρου

Μόλις ἀράξαμε στή Στένη*, ὁ καπετάν Ξυρίχης πῆρε τή βάρκα κι ἔτρεξε στό τηλεγραφεῖο. Δυό ἡμέρες τώρα δέν ἤβρεσκε ἡσυχία. Τριάντα μίλια ἔξω ἀπό τό Μπουγάζι* ἀντάμωσε τόν «Ἀρχάγγελο», τό μπάρκο* του, πού ἦταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τά δυό του ἀδέρφια. Δέν πρόφτασαν νά καλοχαιρετηθοῦν, νά εἰποῦν γιά τό φορτίο καί τό ναῦλο τους καί τούς χώρισε ὁ χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος νά ὀρθοπλωρίσει τό δικό μας καί ὁλάκερο ἠμερονύχτι, θαλασσοδαρθήκαμε στ’ ἀνοιχτά. Μά ὅταν μπῆκε στόν Βόσπορο, ρώτησε ὅλους τούς βαρκάρηδες, τούς πιλότους, ἀκόμη τούς κουμπάρους καί τίς κουμπάρες· ἀλλά τίποτε δέν ἔμαθε γιά τόν «Ἀρχάγγελο». Τί νά ἔγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε νά ὀρθοπλωρίσει κι ἐκεῖνος ἤ ἔπεσε ἀπάνω στούς βράχους; Κι ἄν τσακίστηκε τό μπάρκο, σώθηκαν τοὐλάχιστον τ’ ἀδέρφια του; Ὅλο τέτοια συλλογίζεται κι ἔχει συγνεφωμένο τό μέτωπο, τρέμουλο ἔχει στήν καρδιά.

Ὅταν ἔφτασε στό τηλεγραφεῖο, ξέχασε μιά στιγμή τόν πόνο του ἐμπρός στόν πόνο τῶν ἀλλωνών. Κάτω στήν αὐλή, ἀπάνω στίς σαρακωμένες σκάλες καί παραπάνω στ’ ἀσάρωτα πατώματα, κόσμος σάν αὐτόν ἀνήσυχος· γυναῖκες, ἄντρες, παιδιά πρόσμεναν νά μάθουν ἀπό τό σύρμα τήν τύχη τῶν δικῶν τους. Κι ἐκεῖνο σώριαζε μέ τήν ταρναριστή φωνή του ἀκατάπαυστα θλίψῃ. Ὀνόμαζε πνιγμούς, μετροῦσε θανάτους, ἔλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ἐλπίδες σάν δρόλαπας*. Καί κάθε λίγο ἀπάνω στά πατώματα, στίς σκάλες κάτω καί παρακάτω στην, αὐλή θρῆνοι ἀκούονταν, κορμιά ἔπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλοῦσε τό δάκρυ.

Ὁ καπετάν Ξυρίχης δέ μποροῦσε νά ὑποφέρει περισσότερο τό βάσανο. Βιαζότανε νά μάθει καί τή δική του μοῖρα. Ἔσπρωξε τόν κόσμο ζερβόδεξα, ἀνέβηκε δυό δυό τά σκαλιά, ἔφτασε μέ κόπο στή θυρίδα καί ρώτησε μέ ὀλότρεμη φωνῇ:

Γιά τόν «Ἀρχάγγελο»… τό μπάρκο… μήν ἀκούσατε τίποτα;

Τίποτα· τοῦ ἀπαντᾷ ξερά ὁ τηλεγραφητής.

Τίποτα! Πῶς εἶναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Ἀρχάγγελο» τό λέν· ἔχει φιγούρα δέλφινα… ἔχει στό μεσανό κατάρτι κόφα*. Σπετσιώτικο χτίσιμο.

Καί κολλάει περίεργα τά μάτια στοῦ ὑπαλλήλου τό πρόσωπο, αὐτιάζεται τούς κρότους πού βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σάν δοντοχτύπημα κρυωμένου, ἡ μηχανή. Τά σωθικά του λαχταροῦν, φεύγουν τά σανίδια ἀπό τά πόδια του· ἕτοιμος νά λιποθυμήσει. Μά δεν τὴν παρατᾷ τή θέση του. Τέλος, σηκώνει ἐκεῖνος τά μάτια, τόν καλοκοιτάζει μιά στιγμή καί λέει μέ φωνή ἀδιάφορη:

Ναί …«Ἀρχάγγελος». Χάθηκε στό τάδε μέρος τῆς Ρούμελης*. Κόπηκε στά δυό· ἡ πρύμνη του ρίχτηκε στούς βράχους μέ δυό παιδιά μέσα… Τά παιδιά εἶναι ζωντανά.

Ζωντανά! Ἀναστυλώνεται ὁ καπετάνιος στά πόδια του.

Τά ὀνόματα; λέει μέ φωνή σάν χάδι· δέν μποροῦμε τάχα νά μάθουμε τά ὀνόματα;

Πέτρος καί Γιάννης.

Δόξα σοι ὁ Θεός! Πέτρος καί Γιάννης εἶναι τ’ ἀδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν καί τά δυό. Ζωντανά ἐκεῖνα, θρύμματα τό ὁλοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ὁ Θεός! Φτιάνουν ἄλλο μεγαλύτερο καί ὀμορφότερο. Φιλεύει ἀνοιχτόκαρδος πέντε ποῦρα τόν ὑπάλληλο· δίνει ἕνα μετζίτι* κέρασμα στόν ὑπηρέτη· παρηγορεῖ γλυκομίλητος τά θλιμμένα πρόσωπα: -Δέν εἶναι τίποτα· ὅλοι καλά εἶναι· ὅλα καλά!

Ποιᾶς ἡλικίας τάχα νά εἶναι τά παιδιά; ρωτάει πάλι.

Ὁ ὑπάλληλος σκουντουφλιάζει· μά τόν παρασκότισε! Γύρω ἀκούονται φωνές· ἀνυπόμονες· σπρώχνει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, θέλουν νά τόν βγάλουν ἀπό τή θυρίδα. Ἔμαθε, πώς ζοῦν τ’ ἀδέρφια του· δέν τοῦ φτάνει; Εἶναι κι ἄλλοι πού λαχταροῦν γιά τούς δικούς τους. Ἄς μάθουν κι ἐκεῖνοι κατιτί! Μά ἐκεῖνος δέν ἀφήνει τή θέση του.

Ποιᾶς ἡλικίας τάχα; ξαναρωτᾷ.

Δέκα – δώδεκα χρονῶν.

Πάλι ἀπελπισία. Τ’ ἀδέρφια του δέν εἶναι τόσο μικρά. Εἶναι ἀπό εἰκοσιπέντε κι ἀπάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τίς σκάλες, βγαίνει ἀπό τήν αὐλή, παίρνει τό βαποράκι καί φτάνει στά Θεραπειά*. Ἀπό κεῖ μ’ ἕν’ ἄλογο φτάνει στόν Ἀϊ-Γιώργη, παίρνει τήν ἀκρογιαλιά. Τά μάτια του ὀμπρίζουν*. Ὁ ἥλιος παιγνιδίζει ἀκόμη σέ ζαφειρένιο οὐρανό. Ἡ θάλασσα, λίμνη ἁπλώνεται ὡς τά οὐρανοθέμελα. Ἡ γῆ, ἀνθοσπαρμένη μοσχοβολᾷ. Μά ἡ ἀκρογιαλιά μοιάζει μέ νεκροταφεῖο. Κάθε βράχος καί νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκοῦλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγοῦρες, πανιά, εἰκονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Καί μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, ἄδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στίς σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στήν πέτρα. Ἕνα τρεχαντηράκι ὀμορφοφτιασμένο, ἄγγελος, πρόβαινε μέ πανιά καί ξάρτια, λές κι ἀρμένιζε ἀνάερα. Καί ὅμως, ἦταν καρφωμένο στό βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στήν πέτρα, πού οὐδέ νερό οὐδ’ ἄνεμος μποροῦσε νά περάσει. Κι ἕνα σκυλί στήν πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε τήν ἁλυσίδα του καί τό νερό κοιτάζοντας ἀλύχταγε, κι ἀλύχταγε, σάν νά τό ἔβριζε, πού χάλασε τ’ ὀμορφοκάραβο.

Ἔκαμε ἀκόμη μερικά βήματα ὁ καπετάν Ξυρίχης καί ἄξαφνα βρέθηκε μπρός στό μπάρκο του. Ἔπρεπε νά εἶναι δικό του ξύλο, γιά νά τό γνωρίσει. Οὔτε κατάρτια οὔτε πανιά οὔτε σκαφίδι ἀπόμενε πλια. Μονάχα ἡ πρύμνη του, κι ἐκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σέ δυό χάλαρα*. Καί γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά καί ἄρμενα· ἄλλες καρίνες φαγωμένες· ἄλλα ποδόσταμα* καί σωτρόπια* καί σταύρωσες. Κι ἀκόμη γύρωθέ της ἄλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τό ναύκληρο νεκρό στό πλάγι· βλέπει τους ναῦτες πέρα δῶθε σκορπισμένους, ἄλλους κολλιτσίδα ἀπάνω στά κοτρόνια, ἄλλους μισοσκεπασμένους μέ τόν ἄμμο, ἄλλους παιχνίδι τοῦ νεροῦ, δαρμός καί φτύμα του. Κι ἀπάνω στά τουμπανιασμένα κουφάρια, στά πρόσωπα τά χασκογέλαστα, τά ὄρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν τό ράμφος στή νεκρή σάρκα καί στόν κρότο του πέταξαν κράζοντας, σάν νά διαμαρτύρονταν πού τά ἐνοχλοῦσε στό πλούσιο φαγοπότι.

Ἀρχίζει τώρα φριχτότερο τοῦ καπετάνιου τό βάσανο. Ἐκεῖνα τά κουφάρια δείχνουν, πώς κοντά βρίσκονται καί τά δικά του. Θέλει νά δράμει, νά ψάξει ὁλούθε, μά δέν τολμᾷ. Κάτι μέσα του τόν κρατεῖ, τά πόδια του καρφώνει στ’ ἀχνάρια τους. Τέλος, πάει καί ψαχουλεύει. Βρίσκει ἀσούσουμα καί τ’ ἀδέρφια του. Τό ἕνα κείτεται μέ τό κεφάλι συψαλιασμένο*, τό ἄλλο ἔχει καί τά δύο πόδια κομμένα στά γόνατα. Ἄν δέν τοῦ τό ‘λεγε ἡ ψυχή, βέβαια δέ θά τά γνώριζαν τά μάτια του, ὅπως καί τό μπάρκο. Ἀλλά τοῦ τό εἶπε καί τά καλογνώρισε. Καί τότε τά μάτια του στέρεψαν, οὔτε δάκρυα βγάζουν οὔτε σπαρταροῦν. Τή θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Ἄξαφνα ὁ γρόθος σηκώνεται νά πέφτει μέ ὁρμή, πού λές τρόμαξε καί πισωπάτησε ἐκείνη φοβισμένη.

Ἔπειτα σκύφτει καί γλυκοφιλεί τ’ ἀδέρφια του. Χαϊδεύει τους τά χτυπημένα κορμιά ἀνάλαφρα, σάν νά φοβᾶται μήν τά ξυπνήσει· κάτι τούς ψιθυρίζει μυστικά στ’ αὐτί, θές παρηγοριά, θές μακρινήν ὑπόσχεση. Ἔπειτα μέ τό λάζο* ἀρχίζει καί σκάφτει τόν τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιά ὥρα στόν ἄμμο. Τόν ἄνοιξε καλά, ἀπίθωσε πρῶτα τ’ ἀδέρφια, ἔπειτα τό ναύκληρο, κατόπιν τοὺς ναῦτες, κύλησε ἐπάνω πέτρες καί χάλαρα. Ἔπειτα ἔπιασε πάλι τή στράτα του κι ἔφτασε στά Θεραπειά. Βρίσκει τό βαπόρι, ἔφτασε πάλι στό μπάρκο του.

Ἕτοιμα; ρωτᾷ τό γραμματικό.

Ἕτοιμα.

Βίρα ἄγκουρα!

Ὁ καπετάν Ξυρίχης, ἀμίλητος, ἔπιασε τή θέσῃ του στό κάσαρο κι ἐξακολουθήσαμε τό ταξίδι.

Στένη: λιμάνι στό Νότιο Βόσπορο.

Μπουγάζι: στενό θαλασσινό πέρασμα (δίαυλος).

μπάρκο: ἱστιοφόρο, τό κατάρτι τοῦ ὁποίου ἔχει σταυρωτές κεραῖες.

δρόλαπας: ἄνεμος μέ δυνατή βροχή.

κόφα: ἡ θωράκιση τοῦ πλοίου στό κεντρικό κατάρτι, ὅπου στέκεται ὁ παρατηρητής.

Ρούμελη: ἡ εὐρωπαϊκή ἀκτή τοῦ Βοσπόρου.

μετζίτι: τουρκικό νόμισμα.

Θεραπειά: προάστιο τῆς Κωνσταντινούπολης στήν εὐρωπαϊκή ἀκτή τοῦ Βοσπόρου.

ὀμπρίζω: σκοτεινιάζω.

χάλαρα: ἐρείπια, συντρίμμια, ξεβράσματα τῆς θάλασσας.

ποδόσταμο: ξύλινο ἤ σιδερένιο στήριγμα τιμονιοῦ.

σωτρόπι: γερό κομμάτι ξύλου στό ἐσωτερικό μέρος τῆς καρίνας τοῦ πλοίου.

συψαλιασμένος: κομματιασμένος.

λάζο: μικρό μαχαίρι.