Στὴ σκηνὴ τοῦ Ὀμὲρ Βριόνη οἱ πασάδες ὅλοι μαζεμένοι συζητοῦσαν.
Ἦταν ν’ ἀποφασιστεῖ, πρὶν ξημερώσει, ἂν ἐσήμανε ἢ ὄχι ἡ ὥρα νὰ πάρουν τὸ Μεσολόγγι.
Ἡ νύχτα ἦταν σκοτεινή, τὸ κρύο δυνατό, ἡ ὥρα περασμένη. Μὰ
εἰδήσεις εἶχαν φτάσει καὶ ὁ Ὀμὲρ εἶχε συγκαλέσει τοὺς ἀρχηγούς,
ἀνυπόμονος νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὰ μαντάτα καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ
συγκατάθεσή τους.
Ἕντεκα χιλιάδες στρατὸς περιέζωνε γιὰ δύο ὁλόκληρους μῆνες τὸ
χωριό, ποὺ ἦταν τότε τὸ ἐρημωμένο. Μεσολόγγι, καὶ δύο δοξασμένοι
στρατηγοί, ὁ Κιουταχὴς καὶ ὁ Ὀμὲρ Βριόνης, ἀμιλλοῦνταν ποιὸς νὰ τὸ
πρωτοπορεῖ. Τὰ ὀχυρώματα ἦταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ἐλεεινά. Μέσα – ποῦ νὰ τὸ ἤξεραν τότε οἱ Τοῦρκοι! – τριακόσια ἑξήντα
παλικάρια ὅλα ὅλα, διαφέντευαν τὴν ἡμέρα καὶ ξαναχτιζαν τὴ νύχτα τὶς
χαλάστρες ποὺ ἄνοιγαν στὸν τοῖχο τὰ τούρκικα κανόνια.
Ἀπὸ καιρὸ ἐπέμενε ὁ Κιουταχὴς πὼς μόνο μὲ τὸ σπαθὶ καὶ τὴ φωτιὰ
θὰ βάλουν γνώση στοὺς Γκιαούρηδες καὶ θὰ φέρουν σὲ λογαριασμὸ τὸν
Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο καὶ τὸν Μάρκο Μπότσαρη, ποὺ πεισμάτωναν
στὴν τρέλα τους ἢ νὰ ἐλευθερώσουν τὴ χώρα ἢ νὰ ταφοῦν μὲς στὰ ἐρείπια
της. Μὰ ὁ Ὀμὲρ Βριόνης, ποὺ μελετοῦσε τὴν κατάκτηση τοῦ Μοριὰ καὶ
πού ἤθελε τὸ Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, ἐπέμενε νὰ τὸ πάρει μὲ
τὸ καλό.
Καὶ λόγια βαριὰ ἀνταλλάχτηκαν μεταξὺ στοὺς δύο στρατηγούς.
Γιατί τοὺς εἶχαν παίξει οἱ Γκιαούρηδες καὶ πολύτιμος καιρὸς πῆγε
χαμένος σὲ συζητήσεις καὶ διαπραγματεύσεις· ὥσπου, ἕνα πρωί,
ξαφνισμένοι εἶδαν οἱ πασάδες τὸν περήφανο στόλο τοῦ Ἰσούφη* νὰ
σκορπᾶ καὶ νὰ χάνεται μπρὸς σὲ ἑπτὰ ὑδραίικα καραβάκια, ποὺ μὲ
ἁπλωμένα τὰ πανιὰ μπῆκαν στὴ λιμνοθάλασσα καὶ προκλητικὰ ἄραξαν
στὸ Μεσολόγγι.
Κι ὅταν συνῆλθαν ἀπὸ τὴ σάστισή τους οἱ πασάδες καὶ
παραπονέθηκαν καὶ ἀγρίεψαν καὶ πρόσταξαν τὴν πόλη νὰ παραδοθεῖ,
τοὺς ἀποκρίθηκε αὐθάδικα ὁ Μάρκος Μπότσαρης:
– Ἂν θέλετε τὸν τόπο μας, ἐλᾶτε νὰ τὸν πάρετε.
Ἄφριζε ὁ Κιουταχής, γιατί εἶχε μπεῖ πιὰ μέσα ὁ Πετρομπέης
Μαυρομιχάλης μὲ ἐφτακόσιους Μανιάτες, μαζὶ καὶ ὁ Ζαΐμης, μαζὶ καὶ ὁ
Δεληγιάννης. Ἔβριζε καὶ φώναζε ὁ ὀργισμένος πασάς, πὼς ξεφόρτωσαν
πιὰ τὰ ὑδραίικα καράβια ὄπλα καὶ πολεμοφόδια καὶ πὼς ποτὲ πιὰ δὲ θὰ
παραδοθεῖ τὸ Μεσολόγγι, ἂν δὲ χαθοῦν πρῶτα πολλοὶ πιστοὶ καὶ ἂν δὲν
πνιγοῦν οἱ Γκιαούρηδες στὸ αἷμα.
Λόγια πικρὰ εἶχε ξεστομίσει ὁ Κιουταχὴς καὶ βαριὰ τὸ ἔφερε ὁ Ὀμὲρ
Βριόνης, τάχα πὼς αὐτὸς εἶχε ταπεινώσει τὸ γένος τῶν πιστῶν ἀπὸ
πονοψυχιὰ γιὰ μία φούχτα σκύλους ἄπιστους.
Καὶ τὸ ἔφερε βαριά, γιατί, μὲς στὰ τραχιὰ λόγια του Κιουταχῆ,
διέβλεπε τὴν ἄλλη κατηγορία, ποὺ δόλια τὴν κρυφομετάλεγαν φθονεροὶ
ἀντίζηλοί του, τάχα πὼς γκιαούρικο αἷμα ἔτρεχε καὶ στὶς δικές του
φλέβες, καὶ γι’ αὐτὸ λιποψυχοῦσε κάθε φορᾶ ποὺ εἶχε νὰ τὸ χύσει
σφάζοντας χριστιανούς.
Εἶχε περάσει νύχτες ἄυπνες, ξαπλωμένος στὴ σκηνὴ τοῦ ὁ ἀγέρωχος Ἀρβανίτης, γιατί τὸ ἔβλεπε καὶ αὐτὸς πὼς ἡ κατάσταση ἄρχιζε νὰ
γίνεται κρίσιμη στὸ τούρκικο στρατόπεδο. Μετὰ τὴν καταστροφή της
Πέτας, σὰν τοῦ ἔστειλαν οἱ Ρωμιοὶ τὸ Βαρνακιώτη* γιὰ συνεννόηση, τὸ
νόμισε μεγάλο θρίαμβο ποὺ τὸν κατάφερε νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ
προδώσει ἐκείνους ποὺ τὸν ἔστειλαν καὶ ὅμως, ἀπὸ τότε, πολλοὶ
ὁπλαρχηγοὶ ξανάπιασαν τὰ βουνὰ κι ἔκοβαν τὶς συγκοινωνίες καὶ ὅπλιζαν τοὺς πληθυσμοὺς κι ἔφερναν χίλιες δυσκολίες στοὺς πιστούς· καὶ τὸ
κρύο εἶχε πιάσει, οἱ βροχὲς εἶχαν πλημμυρίσει τὸ στρατόπεδο, τὸ ψωμὶ
σπάνιζε καὶ οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ γρινιάζουν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ δύο
ὁλόκληρους μῆνες οὔτε κατὰ μία σπιθαμὴ δὲν εἶχε προχωρήσει ἡ
ἐπιχείρηση τοῦ περήφανου πασᾶ.
Μὰ ἐπιτέλους, τώρα εἶχαν φτάσει οἱ εἰδήσεις ποὺ μὲ τόση ἀγωνία
τὶς περίμενε! Ἡ τύχη εἶχε γυρίσει, ὁ Ἀλλὰχ ἦταν μαζί του. Τώρα ἦλθε ἡ
ὥρα νὰ διαψεύσει τὸ θρύλο τῆς χριστιανικῆς του καταγωγῆς. Αὔριο θὰ
πνίξει τὸ Μεσολόγγι στὸ αἷμα.
Ξημέρωνε παραμονὴ Χριστουγέννων. Πλάι στὴ σκηνή, σπαρμένη
πλούσια μαξιλάρια καὶ χαλιά, ὅπου ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης εἶχε συγκαλέσει τους
πασάδες, σ’ ἕνα χωριστὸ διαμέρισμα, ἀνάμεσα στὶς ἀποσκευές του
στρατηγοῦ, ἕνας δοῦλος ἔψηνε καφέδες.
Οἱ ταπεινώσεις εἶχαν γύρει τὶς λιγνές του πλάτες, καὶ βαθιὰ
χαράκια εἶχαν σκάψει οἱ συλλογὲς ἀνάμεσα στὰ φρύδια καὶ γύρω στὸ
κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ’ ἕνα μαγκάλι, φαίνουνταν
παραδομένος στὴ δουλειά του, τὰ μάτια καρφωμένα στὸ μπακιρένιο
μπρικάκι.
Ὁ Ὀμὲρ χτύπησε τὰ χέρια του.
– Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.
Καὶ στὸ γραμματικό, ποὺ παράμερα στέκουνταν καὶ περίμενε,
ἔδειξε τὸ τραπέζι καὶ πρόσταξε:
– Ἐσύ, κάθισε αὐτοῦ καὶ γράφε.
Ὁ Γιάννης ἔχυσε μὲ προσοχὴ τὸν καφὲ σὲ τέσσερα πέντε ζάρφια,
καὶ τὰ ἔφερε μὲ τὸ δίσκο μέσα στὴ σκηνή. Ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης, περπατώντας
ἀπάνω-κάτω, ὑπαγόρευε ἕνα γράμμα πρὸς τὸν Βαρνακιώτη:
«Μάθε», ἔλεγε, «πὼς αὔριο θὰ γευματίσω στὸ Μεσολόγγι».
– Αὔριο, εἶπε μέσα του ὁ Γιάννης, δὲ θὰ γευματίσεις στὸ Μεσολόγγι, –
πρῶτα ὁ Θεὸς ..
Μὰ τὸ πρόσωπό του δὲν ἄλλαξε, οὔτε φαίνουνταν νὰ προσέχει
ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν γύρω του. Ἕνα-ἕνα, μὲ ἀργὲς κινήσεις, ἀκούμπησε τὰ
ζάρφια μὲ τὸν καυτὸ καφὲ ἐμπρὸς σὲ κάθε πασά, προσέχοντας μὴ χυθεῖ
οὔτε κόμπος ἀπὸ τὸ μυρωδάτο ποτό.
– Φέρε καὶ ἄλλους, πρόσταξε ὁ Βρυώνης, δείχνοντας μ’ ἕνα νόημα
τῶν μαύρων φρυδιῶν του πὼς τὰ ζάρφια ἦταν λιγότερα ἀπό τους
πασάδες.
Καὶ χωρὶς νὰ σταθεῖ, μὲ τὰ χέρια πίσω στὴ ράχη καὶ τὰ μάτια χάμω,
ἐξακολούθησε νὰ ὑπαγορεύει τὶς τελευταῖες του διαταγὲς στὸν
Βαρνακιώτη:
«Κοίταξε νὰ μάθεις ποῦ πάει ὁ στρατὸς ποὺ φεύγει γιὰ τὴν
Ἀκαρνανία, καὶ βάσταξε τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἔχουν προσκυνήσει,
ὥσπου νὰ μάθεις πὼς πῆρα τὸ Μεσολόγγι. Εἶσαι ὑπεύθυνος γιὰ τὸ
Βραχώρι.»
Ἀπότομα στάθηκε ἐμπρὸς στὸν Ἰσμαὴλ Χατζημπέντο, πού,
ἀργοκουνώντας τὸ κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε τοῦ Ἰσμαὴλ Πασᾶ.
– Φοβᾶσαι; τὸν ρώτησε περιφρονητικά.
Οἱ δύο πασάδες σώπασαν.
Ἔριξε ὁ Ἀλβανὸς μία πλαϊνὴ ματιὰ τοῦ Κιουταχῆ, ποὺ σιωπηλὰ καὶ
ἀκατάδεχτα παρακολουθοῦσε τὰ κρυφομιλήματα τῶν δύο Ἰσμαήλιδων,
καὶ μὲ ὀργή, χτυπώντας τὸ χέρι του στὸ τραπέζι φώναξε:
– Ἢ αὔριο ἢ ποτέ.
Καὶ γυρνώντας στὸν Ἰσμαὴλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε καὶ εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι, πασά μου, τώρα πιὰ ὁ Ἀλλὰχ εἶναι μαζί μας, ὅλα
μᾶς ἔρχονται δεξιά!
Μὲ τὸ κεφάλι, χαμογελώντας τὸν ἐγκαρδίωνε ὁ Ἄγος Βαστάρας.
– Πέ τους, πέ τους, πασά μου, τὰ μαντάτα. Καὶ τοὺς τὰ εἶπε ὁ Ὀμὲρ
Βρυώνης.
Ἔφευγε, λέγει, στρατὸς ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι γιὰ τὰ δυτικὰ
παράλια της Ἀκαρνανίας, ὅπου σκοπὸ εἶχε νὰ σφάξει τοὺς πληθυσμούς,
ἴσως καὶ νὰ ἁρπάξει τὸ Βραχώρι ποὺ τὸ φύλαγε ὁ Βαρνακιώτης, καὶ νὰ
συλλάβουν τὸν Βαρνακιώτη ἢ νὰ τὸν πείσουν νὰ γυρίσει μαζί τους.
Κρυμμένος μὲς στὰ βοῦρλα εἶχε δεῖ κάποιος ἄνθρωπός του τὶς
ἑτοιμασίες στὰ ἑλληνικὰ καράβια. 500 ἄντρες τῆς φρουρᾶς ἐτοιμάζουνταν
νὰ φύγουν μὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἀρχηγούς. Θὰ ἔφευγαν αὔριο βράδυ,
παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Τὰ ξημερώματα τῆς μεγάλης τους ἑορτῆς,
οἱ Γκιαούρηδες θὰ μαζεύουνταν ὅλοι στὶς ἐκκλησίες τους, γιὰ τὴ
χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αὐτὴ ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα …
Ὁ Κιουταχὴς τὸν διέκοψε μ’ ἕνα νόημα κατὰ τὸν Γιάννη, ποὺ στὸ
πλαϊνὸ διαμέρισμα, ἀνακούρκουδα ἐμπρὸς στὸ μαγκάλι, ἀνακάτωνε τὸν
καφὲ στὸ μπρίκι.
– Αὐτός; ἔκανε ὁ Βρυώνης χωρὶς νὰ χαμηλώσει τὴ φωνή. Καὶ μ’ ἕνα
ἀρνητικὸ σήκωμα τοῦ κεφαλιοῦ πρόσθεσε:
– Μπά, δὲ μιλάει αὐτός!
– Μὰ εἶναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ὁ ἄλλος.
Ὁ Ὀμὲρ χαμογέλασε.
– Δὲ μιλάει αὐτός, εἶναι ἄνθρωπός μου, εἶπε μὲ τρόπο ποὺ ν’
ἀκούσει ὁ Γιάννης. Ἔπειτα, ἔχω τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του στὰ
χέρια μου. Τὸ ξέρει πὼς ἂν ἀκουστεῖ τίποτα ἀπ’ ὅσα λέμε… μὲ τὸ χέρι του
ἔκοψε τὸν ἀέρα: Ἔννοιά σου! … Δὲ μιλάει αὐτός.
Κάθισε στὸ ντιβάνι, ἀντίκρυ στὸ δοῦλο του, κι ἐξακολούθησε τὶς
ἐξηγήσεις του.
Τὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς χώρας εἶναι τὸ πιὸ ἀδύνατο· ἀπὸ κεῖ θὰ
γένει τὸ γιουρούσι, ὅταν σημάνει τὸ σήμαντρο ποὺ θὰ καλεῖ τους
Χριστιανοὺς στὶς ἐκκλησίες. Συνάμα ὅμως θὰ γένει μία ψευτοπροσβολὴ
ἀπὸ ἄλλο μέρος τοῦ ὀχυρώματος, ἔτσι ποὺ κι ἂν μείνουν μερικοὶ φρουροὶ
στοὺς τοίχους, θὰ τρέξουν ἐκεῖ καὶ θ’ ἀφήσουν ἀφύλαχτο τὸ ἀνατολικὸ
μέρος …
Ὁ Γιάννης μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στὸ μπρικάκι του, ἄκουε κάθε
λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στὸν καφὲ ποὺ φούσκωνε, κανένα νεῦρο
τοῦ προσώπου του δὲν κούνησε. Καὶ ὅμως στὴν καρδιὰ τοῦ ἦταν
χαλασμός.
Τὴ γυναίκα του, τὰ παιδιὰ τοῦ τὰ εἶχε ξεχάσει· τοῦ τὰ θύμισε τώρα
ὁ πασάς. Ναί, ἦταν στὴν Ἄρτα, αἰχμαλωτισμένοι σὰν κι αὐτόν, ὅμηροι στὰ
χέρια τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. Καὶ τοῦ ἦταν γραφτὸ ν’ ἀκούσει ὅλες τὶς
ἑτοιμασίες καὶ ν’ ἀφήσει τὴν καταστροφὴ νὰ συντελεστεῖ, ἀλλιῶς ἡ
γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του …
Σιγανὰ ἔχυσε τὸν καφὲ στὰ ζάρφια, προσέχοντας μὴ σκορπιστεῖ τὸ
καϊμάκι· τὴν ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ὄμορφη γυναίκα του, τὰ τρελαίνουνταν
τὰ παιδιά του. Γιὰ νὰ μὴ κακοπάθουν αὐτὰ δούλευε τόσον καιρὸ τὸν
Τοῦρκο, καὶ τὸν δούλευε πιστά. Τὸ ἤξερε πὼς θὰ πλήρωναν μὲ τὸ κεφάλι
τοὺς κάθε του πληροφορία· ὥστε ἔπρεπε νὰ καθίσει ἥσυχος, νὰ βουλώσει
τὸ στόμα του, ν’ ἀφήσει τὸ μοιραῖο νὰ συντελεστεῖ.
Μοίρασε πάλι τοὺς καφέδες καὶ πῆρε τ’ ἀδειανὰ ζάρφια. Μὰ καὶ οἱ
πασάδες τώρα σηκώνουνταν, ἡ συνεδρίαση εἶχε τελειώσει. Ὅλοι ἦταν πιὰ
σύμφωνοι, ἡ ἐπίθεση θὰ γίνουνταν τὰ Χριστούγεννα, τὴν ὥρα τῆς
λειτουργίας τῶν Γκιαούρηδων.
Ἕνας-ἕνας χαιρέτησαν τὸ στρατηγὸ καὶ ἀποτραβήχτηκαν νὰ
ξαναπᾶν νὰ κοιμηθοῦν, ὥσπου νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τῆς ἑτοιμασίας.
Ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης τυλίχθηκε στὴ σαμουρένια κάπα του καὶ
ξαπλώθηκε στὸ σοφά.
– Ὄχι, εἶπε τοῦ Γιάννη, ποὺ ρωτοῦσε ἂν θὰ γδυθεῖ. Δὲν ἔχω καιρὸ
σήμερα γιὰ πούπουλα· κλεῖσε τὸν μπερτὲ καὶ πήγαινε, δὲν σὲ θέλω πιά.
Ἔσβησε τὰ κεριὰ ὁ Γιάννης, κατέβασε τὸ κρεμαστὸ χαλὶ ποὺ χώριζε
τὴ σκηνὴ τοῦ ἀφέντη ἀπὸ τὸ διαμέρισμα μὲ τὶς ἀποσκευές, καὶ
ξαπλώθηκε κοντὰ στὸ μαγκάλι νὰ ζεσταθεῖ.
Ἔτρεμε πολύ, τώρα ποὺ δὲν τὸν ἔβλεπαν πιά, καὶ τὰ δόντια του
χτυποῦσαν ἀπὸ σύγκρυο.
Ἔτσι λοιπὸν εἶχαν ἀποφασίσει οἱ πασάδες αὔριο χριστουγεννιάτικα
θὰ παίρνανε τὸ Μεσολόγγι. Μὰ αὐτὸς ἀποφάσιζε πὼς δὲν θὰ τὸ πάρουν
… Ναί, αὐτός, ὁ δοῦλος τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη, ὁ φτωχὸς Γιάννης Γούναρης
ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔτσι τὸ ἤθελε, νὰ σωθεῖ τὸ Μεσολόγγι.
Μὰ θὰ μπορέσει νὰ τὸ σώσει;
Τὸ ἤξερε αὐτὸς πὼς βίγλες εἶχε παντοῦ στοὺς τοίχους ἀπάνω. Τὶς
ἔβλεπε, σὰν ἔβγαινε νὰ κυνηγήσει πουλιὰ γιὰ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφέντη του,
πού φύλαγαν μέρα καὶ νύχτα ἄγρυπνα. Οὔτε σκιὰ δὲν ἄφηναν νὰ
σιμώσει. Θὰ τοῦ ἔριχναν εὐθύς, ἂν ἔκανε νὰ πλησιάσει. Καὶ οὔτε καὶ
σημεῖο δὲν μποροῦσε νὰ κάνει, γιατί θὰ τὸν ἔνιωθαν οἱ Τοῦρκοι φρουροί.
Δὲν τὸν πείραζε ποὺ θὰ τὸν σκότωναν, μία φορὰ πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος καὶ
γλιτώνει ἀπὸ τὴν τούρκικη σκλαβιά. Μὰ ποὺ δὲ θὰ μάθαιναν οἱ
πολιορκημένοι τὸ καταχθόνιο σχέδιο τῶν πασάδων …
Σηκώθηκε στὸν ἄγκωνά του, τὰ μάτια καρφωμένα στὴ φωτιά. Τὰ
κάρβουνα εἶχαν χωνέψει, σκιὲς κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στὴ θρακιὰ μὲ
κάθε πνοὴ ποὺ περνοῦσε.
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν τὰ ἔβλεπε· ἔβλεπε τὴ γυναίκα του, νέα καὶ
ὄμορφη, χλωμούλα ἡ καημένη, γιατί ἥλιος δὲν τὴ θωροῦσε ἔτσι ποὺ ζοῦσε,
μόνη, κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὰ κλειστὰ παντζούρια της … Ἔβλεπε τὰ
παιδάκια του, τὰ δύο του ἀγοράκια, ὅλο ζωὴ καὶ σκανταλιὰ- γελοῦσαν
συχνά, τὰ καημένα, γιατί ἦταν μικρὰ καὶ δὲν εἶχαν καταλάβει ἀκόμα,
στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τὸ βάρος τῆς σκλαβιᾶς. Καὶ τώρα ἔπρεπε νὰ τὰ
θυσιάσει …
Ἡ καρδιὰ του ράγιζε. Ἦταν ἄραγε ἀνάγκη; Μποροῦσε καὶ νὰ μὴν
εἶχε ἀκούσει τὰ λόγια τῶν πασάδων …
Ἔσπρωξε τὴν κουβέρτα του καὶ σηκώθηκε ἀργά, ξεκρέμασε τὸ
τουφέκι του, ποὺ κρέμουνταν σ’ ἕνα καρφὶ καὶ βγῆκε ἔξω.
Γλυκοχάραζε ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, μὰ καμιὰ χαρὰ δὲν
ἦταν στὴ φύση· ὅλη τὴν ἑβδομάδα εἶχε ρίξει βροχή, τὸ στρατόπεδο,
μουσκεμένο, ἦταν λίμνη ἀπέραντη ἀπὸ λάσπη.
Καὶ τὸ Μεσολόγγι θὰ γίνουνταν αὔριο λίμνη ἀπέραντη ἀπὸ αἷμα
χριστιανικὸ … γιατί ἔτσι τὸ ἀποφάσισαν οἱ πασάδες …
– Ε, μπάρμπα-Γιάννη, γιὰ ποῦ;
Ὁ Γιάννης σήκωσε τὰ μάτια καὶ γνώρισε τὸ σταβλίτη τοῦ Ὀμέρ, ποὺ
ἐτοιμάζουνταν γιὰ τὴν πρωινή του προσευχή.
Τὸν χαιρέτησε μὲ τὸ χέρι χωρὶς νὰ σταματήσει.
– Πάω νὰ σκοτώσω θαλασσοπούλια, τοῦ ἀποκρίθηκε, γιὰ τὸ μεζὲ
τοῦ ἀφέντη.
Τοῦ φώναξε ὁ Τοῦρκος:
– Μὴ σὲ δοῦν μὲ τὸ τουφέκι οἱ Γκιαούρηδες, καὶ σὲ πάρουν γιὰ
πολεμιστή!
Καὶ χαχανίζοντας γονάτισε στὴν ψάθα του, γυρισμένος κατὰ τὴν
ἀνατολή.
Ὁ Γιάννης δὲν ἀποκρίθηκε· μὲ ἥσυχο, τακτικὸ βῆμα τράβηξε γιὰ τὴ
λιμνοθάλασσα.
Τὸ βράδυ ἐκεῖνο τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ
γραμματικός του Μακρή, ὁ Θανάσης, γύριζε, μονάχος μὲς στὸ μονόξυλο
του, ἀπὸ τὸ Ἀνατολικό, τὸ ἡρωικὸ νησάκι στὴν εἴσοδο τοῦ κόλπου, ποὺ
μόνο πιὰ ἔμενε ἐλεύθερο σ’ ὅλη τὴν περιφέρεια, μαζὶ μὲ τὸ Μεσολόγγι. Η
ξηρὰ ἦταν ὅλη στὰ χέρια τῶν Τούρκων, μόνη συγκοινωνία ἔμενε πιὰ ἀπὸ
τὴ θάλασσα.
Βιάζουνταν νὰ φθάσει στὸ Μεσολόγγι γιὰ νὰ κάνει Χριστούγεννα
μὲ τοὺς δικούς του καὶ γιὰ ν’ ἀποχαιρετήσει τοὺς ἀρχηγοὺς Τσόγκα, Γρίβα
καὶ Πετρομπέη Μαυρομιχάλη, ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ καράβια τὸ ἴδιο ἐκεῖνο
βράδυ. Πεντακόσιοι ἄντρες διαλεγμένοι ἔφευγαν μαζί τους γιὰ
ἐπιχείρηση μυστική.
Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχαν ξεφορτώσει τὰ Ὑδραίικα καράβια ἄντρες,
τουφέκια καὶ τροφές, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν σταματήσει τὶς ἐπιχειρήσεις τοὺς τὸ
καταλάβαιναν πὼς ἀπὸ χορτασμένους δὲν τὸ παίρνουν τὸ Μεσολόγγι, καὶ
τοὺς ἄφηναν ἥσυχους ὥσπου νὰ πεινάσουν πάλι.
Χαμογέλασε ὁ Θανάσης. Πείνα τὸ Μεσολόγγι δὲ φοβοῦνταν πιὰ
ὅσο βαστοῦσαν τὴ θάλασσα τὰ Ὑδραίικα καράβια …
Μ’ ἀφοῦ τοὺς ἄφηναν οἱ Τοῦρκοι ἐλεύθερα τὰ χέρια, καλὸ ἦταν νὰ
δοῦν ἂν δὲ γίνεται τίποτα ἀπὸ τὸ Βραχώρι …
Ἔξαφνα, στὴν ἀκρογιαλιὰ εἶδε ὁ Θανάσης ἕναν ἄνθρωπο ποὺ μὲ τὸ
μαντήλι τοῦ ἔγνεφε νὰ πλησιάσει.
Γύρισε τὴ βάρκα του κατὰ τὴν ξηρά.
– Ποιὸς εἶσαι; φώναξε, καὶ τί θέλεις;
– Ἔλα, μὴ φοβᾶσαι … εἶμαι φίλος, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄλλος.
Ὁ Θανάσης σίμωσε καὶ ξεχώρισε καλὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶχε
σκυφτούς τους ὤμους καὶ φαίνουνταν κατάκοπος τὰ ροῦχα του ἦταν
πιτσιλισμένα λάσπες, σὰν νὰ εἶχε κάνει μακριὰ πορεία, καὶ στὸ χέρι
βαστοῦσε τουφέκι κυνηγοῦ.
Ὁ Θανάσης ἔσπρωξε τὸ μονόξυλό του στὴν ἀμμουδιά, κοντά του.
– Τί θέλεις; τὸν ρώτησε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὁ ἄλλος ἔριξε πίσω
τοῦ μία ματιά, βεβαιώθηκε πὼς εἶναι μόνος, καὶ σκύβοντας εἶπε γρήγορα:
– Τρέξε στὸ Μεσολόγγι, πές τους πὼς τὰ χαράματα θὰ γίνει
γιουρούσι· ξέρουν πὼς φεύγουν οἱ ἀρχηγοί, πὼς παίρνουν πεντακόσιους
ἄντρες, καὶ τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας θὰ σᾶς ριχθοῦν οἱ Τοῦρκοι.
Ὁ Θανάσης πήδηξε στὴν ξηρά.
– Ποιὸς εἶσαι; ρώτησε τὸν ἄγνωστο, καὶ ποιός σου τὰ ‘πε ὅλα αὐτά;
– Εἶμαι ὁ κυνηγὸς τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη, καὶ εἶμαι ἀπὸ τὰ Γιάννινα,
Χριστιανός. Ὁ Θανάσης τὸν ἔσπρωξε μὲ ἀηδία, κι ἔκανε νὰ ξαναμπεῖ στὴ βάρκα· μὰ ὁ ἄλλος τὸν βάσταξε ἀπὸ τὸ μανίκι.
– Μὴ μὲ ὑποψιάζεσαι καὶ μὴ μὲ ἀποδιώχνεις, εἶπε βραχνά. Τρέξε νὰ
τοὺς τὰ πεῖς, ἀλλιῶς πάει τὸ Μεσολόγγι.
Ἡ φωνὴ του μαρτυροῦσε τέτοια ἀγωνία, ποὺ ὁ Θανάσης ταράχθηκε
– Πῶς τὰ ‘μαθες αὐτὰ πού λές; ρώτησε.
– Τὰ λέγανε οἱ πασάδες ἀναμεταξύ τους, ἤμουν ἐκεῖ καὶ ἄκουσα.
– Ποιοὶ ἦταν οἱ πασάδες;
Ὁ ἄγνωστός τους ὀνόμασε καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ δύο λόγια σὲ ποιὸ
μέρος θὰ χτυπήσουν οἱ Τοῦρκοι, γιατί ἤξεραν πὼς ἦταν τὸ πιὸ ἀδύνατο.
– Θὰ κάνουν ψεύτικο γιουρούσι ἀπὸ ἀλλοῦ, μὴν τοὺς πιστέψετε.
Ὁ Θανάσης τὸν ἄκουε, ἀλλὰ δίσταζε ἀκόμα.
– Ἂν εἶσαι Χριστιανός, γιατί δὲν πολεμᾶς μαζί μας, παρὰ δουλεύεις
τὸν Τοῦρκο; ρώτησε.
Ἐκεῖνος ἔκανε νὰ ἀπαντήσει, τὸ στόμα τοῦ τεντώθηκε νευρικά, μὰ
καμιὰ φωνὴ δὲ βγῆκε, κι ἔσμιξε τὰ χέρια.
Ὁ Θανάσης τὸν λυπήθηκε.
– Ἔλα μαζί μου, τοῦ εἶπε, τί ἀνάγκη τοὺς ἔχεις; Ἔπειτα ἂν γυρίσεις
τώρα θὰ σὲ σκοτώσουν.
Ὁ ξένος σήκωσε τὸ πρόσωπό του, ἡ ὄψη του ἦταν ἀναλυμένη…
– Τὸ τί θὰ γίνω ἐγώ, δὲν πειράζει, μὰ ἔχει στὰ χέρια του τὴ γυναίκα
μου καὶ τὰ παιδιά μου …
Τὰ μάτια του ξαφνικὰ γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τὰ χέρια του
καὶ γύρισε καὶ χάθηκε στὸ σουρούπωμα.
Ὁ Θανάσης δὲ δίστασε πιά. Πήδηξε στὸ μονόξυλό του, καὶ βιαστικὰ
ἔκανε γιὰ τὸ Μεσολόγγι.
Ἦταν νύχτα βαθιὰ σὰν ἔφθασε. Τρεχάτος πῆγε στοῦ Μακρὴ καὶ
τοῦ εἶπε ὅσα ἄκουσε, κι εὐθὺς φώναξε κεῖνος τοὺς ἄλλους ἀρχηγούς, ποὺ
ἀμέσως σταμάτησαν τὰ καράβια, ἕτοιμα γιὰ νὰ σαλπάρουν. Κατὰ
διαταγὴ τοῦ Μαυροκορδάτου, ὁ Γρίβας ἀποβίβασε βιαστικὰ ἑκατὸ ἄντρες, καὶ μὲ τὸν Τσαλαφατίνο καὶ τὸν Κουμουντουράκη ἔτρεξαν κι
ἔπιασαν τὰ ὀχυρώματα. Τὴν ἴδια ὥρα ὁ ἀρχιεπίσκοπος μάζεψε τούς
παπάδες καὶ διέταξε νὰ κλείσουν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, καὶ νὰ εἰδοποιηθοῦν
τὰ ποίμνια πὼς λειτουργία χριστουγεννιάτικη δὲ θὰ γίνει, παρὰ θ’ ἀγρυπνήσουν οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι στοὺς τοίχους ἀπάνω.
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης καὶ ὁ Λόντος, μὲ τετρακόσια τους
παλικάρια, εἶχαν πιάσει τὸ κέντρο ὅπου ἦταν ἡ πύλη τοῦ ὀχυρώματος, ὁ
Ζαΐμης μὲ ἄλλους ἑξακόσιους πῆραν τὴ δυτικὴ μεριά, καὶ μεγάλη δύναμη
ἀπὸ χίλιους διακόσιους ἄντρες, μὲ τὸν Γρίβα, τὸν Μακρή, τὸν Ραζικότσικα
καὶ τὸν Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στὸ ἀνατολικὸ μέρος ὅπου ἦταν νὰ
γίνει τὸ γιουρούσι, ἐνῶ ἄλλοι ἔπιαναν τὰ χαμηλὰ σπίτια ἐμπρός, κατὰ τὸν
κάμπο, καὶ ἄλλοι, κρυμμένοι στὴ σκιά, στὰ πόδια τοῦ τοίχου, περίμεναν
σιωπηλά.
Σύννεφα πυκνὰ σκέπαζαν τὸν οὐρανό. Παντοῦ σκοτάδι.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ τοίχου ὀκτακόσιοι Τοῦρκοι
τοιχοπηδηχτάδες, ὅλοι ἄντρες διαλεγμένοι καὶ γεροί, μὲ σχοινιά, μπῆκαν
σιωπηλὰ στὸ χαντάκι ποὺ περιτριγύριζε τὸ ὀχύρωμα καὶ κρύφθηκαν μὲς
στὰ βοῦρλα, στὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὅπου τὰ φρούρια ἦταν πιὸ
εὐκολοπήδηχτα. Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στὰ νύχια, σίμωσαν
κρυφά, ἕτοιμοι νὰ τοὺς ὑποστηρίξουν. Πίσω τους, ἄλλες ὀχτὼ χιλιάδες
περίμεναν τὴ χαραυγὴ γιὰ νὰ ὁρμήσουν στὰ ὀχυρώματα μὲ τὸ πρῶτο
σύνθημα.
Ὅλη νύχτα, ἀπὸ τὰ δύο μέρη τοῦ τοίχου, Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι
παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρὶς νὰ ὑποψιάζονται οὔτε τοῦτοι οὒτ’ ἐκεῖνοι,
πόσο κοντὰ ἀγρυπνοῦσε ὁ ἐχθρός. Οἱ ἐκκλησιὲς ἦταν κλειστές, τὰ
κεράκια σβηστά.
Ἀπάνω στὰ ὀχυρώματα, οἱ παπάδες ψιθυριστὰ ἐγκαρδίωναν κι
εὐλογοῦσαν τοὺς ἄντρες. Καὶ σιωπηλά τούς ἔδιναν τὴν εὐχή τους.
Ἔξαφνα, στὴ νυχτερινὴ σιωπή, ὅλα μαζὶ τὰ σήμαντρα σήμαναν τὴ
λειτουργία.
Καὶ τότε ἄρχισε τὸ πανηγύρι.
Ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη στὴν ἄλλη τοῦ τοίχου, καὶ ἀλαλαγμοὶ σχίζουν
τὸν ἀέρα, μὲ τὰ σπαθιὰ στὰ δόντια ὁρμοῦν τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη οἱ
τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τὶς σκάλες, σκαρφαλώνουν στὶς ἐπάλξεις,
μπήγουν δύο σημαῖες.
Μὰ τὰ παλικάρια ἀγρυπνοῦσαν.
Σὰν τοῖχο ζωντανὸ προβάλλουν τὰ στήθη τους στὸ ἀνθρώπινο
κύμα ποὺ ἀνεβαίνει μὲ λύσσα, σιωπηλά, ἁρπάζουν τοὺς ξαφνιασμένους
Τούρκους, τοὺς σηκώνουν ἀπὸ τὸ χῶμα, τοὺς γκρεμίζουν στὸ χαντάκι,
τρίζοντας τὰ δόντια τσακίζουν τὶς σημαῖες, ρίχνονται στοὺς καινούριους
πού σκαρφαλώνουν, τοὺς γκρεμίζουν καὶ αὐτοὺς τὰ σπαθιὰ σφυρίζουν
θερίζοντας κεφάλια, βροντοῦν τὰ τουφέκια σκορπώντας ὄλεθρο καὶ
τρόμο, τὰ πόδια γλιστροῦν στὸ γλιτσιασμένο ἀπὸ τὸ αἷμα χῶμα.
Τρεῖς ὧρες βαστᾶ τὸ πανδαιμόνιο.
Κουρασμένοι, πατώντας στὰ πτώματα, ἀποτραβιοῦνται οἱ Τοῦρκοι.
Δεκατισμένοι, νικημένοι, ἀποθαρρυμένοι, ὑποχωροῦν καὶ φεύγουν.
Πηδοῦν ἀπὸ τοὺς τοίχους οἱ δικοί μας, τοὺς παίρνουν κατὰ πόδι καὶ
τοὺς σκορποῦν ἀλαλιασμένους στὸν κάμπο. Δώδεκα σημαῖες κείτονται
στὴ λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν τὸ χαντάκι.
Μετριοῦνται οἱ δικοί μας, λείπουν ἔξι παλικάρια.
Ἡ λειτουργία εἶχε γίνει, ἀλλὰ μὲ μπαρούτι καὶ μὲ αἷμα. Τ’ ἀκοῦν οἱ
ὁπλαρχηγοὶ ἀπάνω στὰ βουνὰ καὶ κλείνουν τὸ Μακρυνόρος.
Τ’ ἀκοῦν καὶ οἱ Τοῦρκοι, πὼς Μαυρομιχάλης καὶ Τσόγκας ἔπεσαν
στὴν Κατοχὴ καὶ χάλασαν τοὺς δικούς τους, καὶ τρόμος τοὺς πιάνει. Σὰν
ἀπὸ μαῦρο σύννεφο βροντοκυλὰ τὸ ἄκουσμα πὼς Καραϊσκάκης καὶ
Ὀδυσσέας τραβοῦν γιὰ τὸ Μεσολόγγι, καὶ πανικὸς τοὺς ταράζει.
Παραμονὴ Ἀη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οἱ πασάδες τὸ στρατό, καὶ μὲ
τέτοια βία φεύγουν ποὺ ὅλα τους τὰ κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, καὶ
ἔπιπλα ἀκόμη τῶν πασάδων, μένουν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων, ποὺ τὸ
ἄλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τὸν κάμπο ἔρημο ἀπὸ ἐχθρούς.
Ἔτσι γιόρτασε τὸ Μεσολόγγι τὰ Χριστούγεννα του1822.
Κάπου στὴν Κλεισούρα μέσα, ὅπου περνᾶ ὁ δρόμος ποὺ ἀπὸ τὸ
Μεσολόγγι πηγαίνει στὸ Βραχώρι, ἄσπριζε ἕνα ἐρημοκλήσι, ἡ Παναγία ἡ
Ἐλεοῦσα. Ὁ διαβάτης, ποὺ κουρασμένος στέκουνταν νὰ ἀνασάνει ἢ
ἔμπαινε στὸ ἐκκλησάκι ν’ ἀνάψει ἕνα κεράκι, ἤξερε πὼς θὰ βρεῖ ἕνα
ποτήρι κρύο νερὸ νὰ σβήσει τὴ δίψα του, ἢ μία φωτιὰ νὰ στεγνώσει τὰ
ροῦχα του, ἂν τὸν εἶχε πιάσει μπόρα στὸ δρόμο.
Φτωχὸ ἦταν τὸ ἐρημοκλήσι, φτωχὸ καὶ τὸ κελὶ τοῦ μοναχοῦ ποὺ τὸ
φύλαγε, γιατί φτωχοὶ ἦταν καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει ἀπὸ τὸ
στέρημά τους γιὰ νὰ τὰ χτίσει.
Μὰ φεύγοντας, ὁ διαβάτης μελετοῦσε τὴ φιλοξενία τοῦ ἐρημίτη, καὶ
ἀποροῦσε μὲ τὴ θλιμμένη τοῦ ἠρεμία καὶ τὴ σὰν ἀπόμακρη φωνή του.
Χρόνια πολλὰ κάθουνταν ἐκεῖ μέσα ὁ μοναχός, μὰ κανένας δὲν τὸν
γνώριζε, γιατί δὲν ἦταν ἀπὸ τὸν τόπο. Οὔτε τὸν ἄκουσε ποτὲ κανεὶς νὰ πεῖ
ἀπὸ ποῦ ἦταν καὶ ποιὲς φουρτοῦνες τὸν εἶχαν ρίξει ἐκεῖ. Λόγια πολλὰ δὲν
ἤξερε ὁ ἐρημίτης τὰ εἶχε ξεμάθει στὴ μοναξιά του.
Σκυφτὸς πάντα καὶ σιωπηλός, κάθουνταν ὧρες στὴν πόρτα τοῦ
κελιοῦ του, ἀφηρημένος σὲ βαθιὰ θλιμμένη συλλογή, ἢ βυθισμένος στὴν
ἀτέλειωτη προσευχή του.
Μόνος καὶ ἀποτραβηγμένος ζοῦσε ἐκεῖ μέσα, ἀπείραχτος καὶ
ἄγνωστος, μνημονεύοντας τὴν πεθαμένη του ἀγάπη καὶ τὰ σφαγμένα
του ἀγγελούδια. Δάκρυα ποτὲ δὲν εἶδε κανεὶς στὰ μάτια του, τὰ εἶχε χύσει
ὅλα σὰν ἔμαθε τὴν ἐκδίκηση τοῦ ἀφέντη του, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς
τοῦ δούλου του, εἶχε πληρώσει τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Μεσολογγίου.
Ἦταν ὁ Γιάννης Γούναρης.
Ἰσούφης: Ἰσοὺφ πασάς. Εἶχε ἀναλάβει τὸ θαλάσσιο ἀποκλεισμό του
Μεσολογγίου.
Βαρνακιώτης: ὁ Γεώργιος Βαρνακιώτης διορισμένος στρατηγὸς τῶν
δυνάμεων τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας, πῆγε μὲ διπλωματικὴ ἀποστολὴ
στὸν Ὀμὲρ Βριόνη, γιὰ νὰ δηλώσει ψεύτικη ὑποταγή.
ζάρφι: μετάλλινο φλιτζάνι.
ἀνακούρκουδα: ἐπίρρ. ὀκλαδόν, μὲ λυγισμένα γόνατα.
σαμουρένια: γούνινη.