«Μεγάλυνον, ψυχή μου…». Πάρα πολλοὶ ἐόρτιοι ὕμνοι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρχίζουν μὲ τὰ λόγια αὐτῆς τῆς καταπληκτικῆς πρόσκλησης νὰ «μεγαλύνει ἡ ψυχή…», νὰ ἐγκωμιάσει, νὰ ἐξυμνήσει, νὰ ἀποθαυμάσει. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύπτουν μία βαθιὰ καὶ πανέμορφη ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑορτασμὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἀνέκαθεν βάση τοῦ ἑορτασμοῦ ὑπῆρξε ἡ χαρὰ γιὰ κάποια πνευματικὴ ἀλήθεια, γιὰ κάποια μυστικὴ πραγματικότητα ποὺ, ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες, βρίσκεται κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὸν θόρυβο καὶ τὶς μέριμνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Καὶ τότε, ξαφνικά, τὸ θαῦμα αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου γεμίζει τὴν ψυχὴ μὲ χαρά. Εἶναι ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προχωρεῖ στὴ ζωὴ σχεδὸν πάντοτε μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο. Βιαστικός, τρέχοντας δῶθε-κεῖθε, ἔχει τὰ μάτια του προσηλωμένα κάτω, γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἀπὸ παραπατήματα καὶ κτυπήματα ἢ γιὰ νὰ ἀποφύγει νὰ σκοντάψει σὲ κάποιον. Εἶναι πάντα ἀπασχολημένος καὶ ἡ ζωὴ του στραγγαλίζεται ἀνάμεσα σὲ ἀτέλειωτους καταλόγους «πραγμάτων ποὺ πρέπει νὰ κάνει». Κάποια στιγμὴ ὅμως, στὴ μέση αὐτῆς τῆς ἄδειας μηχανικῆς ζωῆς καὶ τῆς ξέφρενης δραστηριότητος, ἀπροσδόκητα, σηκώνει τὸ κεφάλι του. Ξαφνικὰ βλέπει τὸ ἄπειρο βαθυγάλαζο τοῦ οὐρανοῦ, βλέπει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου γύρω, βλέπει τὰ μεγαλοπρεπῆ ἄσπρα σύννεφα καὶ νιώθει, πὼς ὁ κόσμος ἔχει ἕνα εἶδος γιορτῆς, στὴν ὁποία αὐτὸς δὲν ἔχει τὸ χρόνο νὰ συμμετάσχει. Παρόλο ποὺ νιώθει πὼς ὁ ἑορτασμὸς αὐτὸς εἶναι τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κανονική του ζωή, ὡστόσο αἰσθάνεται πὼς ὅλη ἡ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ ἑορτασμοῦ καὶ ὅλη ἡ χαρὰ εἶναι γι’ αὐτόν. Ἡ πίστη λοιπὸν εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα, μία εἴσοδος σ’ αὐτὸν τὸν ἄλλο κόσμο, ποὺ μὲ δυσκολία περιγράφεται ἀπὸ τὴν καθημερινή μας γλώσσα, ὁ ὁποῖος ὅμως γεμίζει ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ καὶ ὅλη τὴ ζωὴ μὲ ἀπροσδόκητη ἐόρτια χαρά.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου…». Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς συνηθισμένους στὴ σοβαρότητα, τὴ λογικὴ καὶ τὴν ὁρατὴ πραγματικότητα, αὐτὰ τὰ λόγια πιθανῶς νὰ μὴ λένε τίποτα. Οἱ ψυχὲς τους ποτὲ δὲ μεγαλύνουν τίποτε, κι ἔτσι ἀρνοῦνται ἀκόμη καὶ τὴν παρουσία τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς ὑπάρχει· αὐτὸ γίνεται ἀποδεκτὸ καὶ κατανοητό. Ὁ νοῦς εἶναι ὅ,τι μετράει, ἐξηγεῖ, ὁρίζει καὶ ὀργανώνει. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ θέληση, δὲν παρουσιάζει εἰδικὲς δυσκολίες. Ἀλλὰ ἡ ψυχή, τί εἶναι αὐτό; Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε εἶναι ὁ ἑξῆς: ψυχὴ εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ αἰσθανόμαστε καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε αὐτὸν τὸν μυστηριώδη ἑορτασμό, ἡ συμμετοχὴ στὴν χαρά του, ὁ φωτισμὸς ὁλόκληρης τῆς ζωῆς, ὅλων τῶν στοιχείων τῆς ζωῆς ποὺ σκορποῦν σκοτεινιὰ καὶ τὴν βαραίνουν. Γι’ αὐτὸ ἡ λέξη «μεγάλυνον» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχῆς. Αὐτοὶ ποὺ δὲν κατανοοῦν οὔτε αἰσθάνονται τὴν θρησκεία, θέλουν νὰ τὴν ἐξηγήσουν ὀρθολογικά, πὼς δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία ἀνθρώπινη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση κάποιου πράγματος ἢ πὼς εἶναι ἁπλῶς προστασία ἢ ἐξάρτηση ἀπὸ κάτι. Γι’ αὐτούς, αὐτὸ τὸ εἶδος ἐξάρτησης εἶναι ἀνάξιο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς μπορεῖ ὅμως νὰ τοὺς ἐξηγηθεῖ, πὼς αὐτὸ ποὺ ὅρισαν ὡς θρησκεία δὲν εἶναι παρὰ ἀτελὴς πίστη καὶ ὄχι ἡ οὐσία τῆς πίστης;
Ἡ οὐσία τῆς πίστης βρίσκεται ἀλλοῦ. Σκεφτεῖτε γιὰ μία στιγμή, μία ἀπὸ τὶς πλέον ἀγαπητὲς καὶ δημοφιλεῖς ἀκολουθίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν ἀκολουθία τοῦ «ἀκαθίστου ὕμνου». Φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας σ’ ἕναν μεγάλο καθεδρικὸ ναὸ στὴ Ρωσία ἢ σὲ κάποιον ἄλλο ὀρθόδοξο τόπο. Χιλιάδες ἄνθρωποι στέκονται ὄρθιοι γιὰ ὦρες μέχρι τὸ τέλος· κεριὰ καῖνε· κάνει ζέστη καὶ ὁ ἀέρας εἶναι πνιγηρός. Ὅμως ξανὰ καὶ ξανά, σὰν τὸ συνεχὲς μουρμούρισμα ἑνὸς καταρράκτη, μὲ κρυστάλλινο νερό, ἀκοῦς ἕνα μοναδικὸ κάλεσμα, ἕνα μοναδικὸ δοξαστικὸ ρεφραίν: «Χαῖρε!» «Χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε δι᾿ ἧς ἀρὰ ἐκλείψει· χαῖρε αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας». Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν αἰτήματα, φόβοι, καὶ ἱκεσίες, παρὰ ἁγνὴ χαρά. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι στέκονται μπροστὰ σὲ κάτι τὸ ἄρρητα ὄμορφο, καθαρό, ἀκτινοβόλο καὶ χαρούμενο· χαίρονται καὶ δὲν κουράζονται ἀπὸ τὴ χαρά τους. Ἡ λέξη «χαρά» εἶναι ἴσως ὁ καλύτερος καὶ ἁπλούστερος τρόπος νὰ περιγραφεῖ ἡ βαθύτερη καὶ σημαντικότερη πηγὴ τῆς πίστης. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει, ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα τῆς καθημερινῆς δραστηριότητος, δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτε, δὲ χαίρεται γιὰ τίποτε καὶ δὲ βλέπει τίποτε πέρα ἀπὸ τὸν ἄμεσο ἐπίγειο ὁρίζοντα. Ἀλλὰ ἡ πίστη ἀρχίζει μὲ τὴν ἐμπειρία μίας εὐρύτερης συνειδητοποίησης, ποὺ τὴν περιγράφει τόσο καλὰ ὁ Βλαδίμηρος Σολόβιεφ: «Ἀγαπητὲ φίλε, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι πὼς, ὅσα μποροῦμε νὰ δοῦμε, δὲν εἶναι παρὰ καθρέφτισμα καὶ σκιὰ, ὅσων παραμένουν ἀόρατα στὰ μάτια μας;». Στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει, πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους ἀλλὰ δὲ θὰ καταλαβαίνουν (Μάτθ.13,14)· πράγματι, πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὑπάρχουν ποὺ ὑποστηρίζουν πὼς βλέπουν, πὼς διαθέτουν τὰ πλέον ἀκριβὴ ὄργανα γιὰ νὰ βλέπουν τὰ πάντα, καὶ ὅμως παραμένουν τυφλοί; Οὔτε βλέπουν οὔτε ἀκοῦν τὴν πραγματικότητα, ποὺ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ χαρούμενο ρεφραίν: «Χαῖρε!» «Μεγάλυνον ψυχή μου…» Φυσικὰ προσπαθῶ νὰ ἐξηγήσω γιατί, πῶς καὶ σὲ τί πιστεύω. Χιλιάδες θεολογικὰ καὶ φιλοσοφικὰ βιβλία ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν πίστη καὶ ὑπάρχουν πράγματι ὀρθολογικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς ἀρχὲς ποὺ ἐφαρμόζονται ἀκόμη κι ἐδῶ. Ὅμως ἀκόμη καὶ ἡ λεπτομερέστερη ἐξήγηση δὲν μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ τὸν ἑσπερινό τῆς παραμονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν στὸ τέλος, μετὰ τὴν μακρὰ ἀκολουθία, ἀκούγεται στὸ δοξαστικὸ τό: «συνῳδὰ τῷ Γαβριήλ πρὸς τὴν Παρθένον βοήσωμεν· Χαῖρε, Κεχαριτωμένη…». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ, ὁλόκληρος ὁ κόσμος, μὲ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα, μὲ ὅλη τὴν κούραση καὶ τὸ κακό, μὲ τὴν ζήλια, τὴν μικροψυχία καὶ τὸ κενό του, καθαίρεται ξαφνικὰ καὶ ἀρχίζει νὰ ἀκτινοβολεῖ μίαν Ἄνοιξη, ποὺ ὄντως βρίσκεται πέρα ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Εἶναι αὐτὸ κάποιος συναισθηματισμός, κάποιο εἶδος διανοητικῆς ἀρρώστιας ἢ αὐθυποβολή; Ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὴν ζωή, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τὸν σκοπὸ, γιὰ τὸν ὁποῖο αὐτὴ δημιουργήθηκε. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ, ὅμως, εἰσβάλει ἡ ἀλήθεια καὶ ξαφνικά, γιὰ ἄλλη μία φορά, γνωρίζουμε πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναπνεύσουμε βαθιὰ καὶ νὰ γεμίσουμε τὰ πνευμόνια μας μὲ τὸν καθαρὸ ἀέρα τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ τὴ στιγμή, καὶ σ’ ἄλλες σὰν αὐτή, ἀποκαλύπτεται κάτι ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ λέω μὲ ἀπεριόριστη πεποίθηση: μάλιστα, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὴ εἶναι ἡ ὀμορφιά, καὶ τίποτε πάνω στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μαζί της. Αὐτὴ τὴν στιγμή, γνωρίζω πὼς ὁ οὐρανὸς κατέβηκε στὴ γῆ καὶ πὼς ἡ ψυχὴ βρῆκε αὐτὸ, γιὰ τὸ ὁποῖο διψοῦσε καὶ τὸ ἀναζητοῦσε τόσο ὀδυνηρά.
Ἀκοῦμε συνεχῶς, πὼς γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν κόσμο χρειαζόμαστε τὴν ἐπιστήμη, τὴν ὀρθολογικὴ σκέψη, τοὺς μαθηματικοὺς ὑπολογισμούς. Δὲ διαφωνοῦμε. Ἡ ἐπιστήμη, στὴ θέση της καὶ μέσα στὰ ὅρια τῶν δυνατοτήτων της εἶναι ὄμορφη καὶ ἀναγκαία. Ἀλλὰ βρισκόμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ μαρτυρήσουμε, πὼς ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη προσέγγιση στὴν κατανόηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, ἢ μᾶλλον πὼς ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ, ποὺ ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀνίκανη νὰ κατανοήσει. Ὁ κόσμος, ἐνῶ εἶναι ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἀνάλυσης, εἶναι παράλληλα καὶ ἀντικείμενο χαρᾶς καὶ ἑορτασμοῦ, ἀγάπης, εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας. Ἡ προσέγγιση αὐτὴ δὲν εἶναι λιγότερο πραγματικὴ καὶ ἀναγκαία. Γιατί νὰ φτωχαίνουμε τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ, στερώντας ἀπὸ αὐτὴν τό «ἕν οὗ ἐστί χρεία» (Λουκ. 10,42 ); Οἱ ἐχθροί τῆς θρησκείας εἶναι αὐτοὶ ποὺ περισσότερο ἀπ’ ὅλους μισοῦν τὶς γιορτὲς καὶ τὴ χαρά καὶ ὑποψιάζομαι πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο ἀλλὰ ἀρκετὰ σκόπιμο, ἐπειδὴ τὸ πρόσωπο, ποὺ εἶναι ἱκανὸ νὰ γιορτάσει καὶ νὰ χαρεῖ, εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἐλεύθερο. Τὸ πρόσωπο ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ τὰ ταπεινὰ «χαῖρε», μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ του, τὴν γεμάτη χαρὰ καὶ ἀγάπη· τὸ πρόσωπο ποὺ ἀκούει τὰ λόγια αὐτῆς τῆς θαυμάσιας πρόσκλησης καὶ τὰ ἐφαρμόζει στὸν ἑαυτό του: «Μεγάλυνον, ψυχή μου…»· πῶς μπορεῖ ἕνα τέτοιο πρόσωπο νὰ ὑποχρεωθεῖ νὰ πιστέψει τὰ θλιβερὰ ψέματα, ποὺ γιὰ χρόνια ὑφάνθηκαν ἀπὸ τὴν γραφειοκρατικὴ ἰδεολογία; «καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστὸς (Ἰωάν. 16,22).
Τὸ πανηγύρι τῆς πίστεως συνεχίζεται ἥσυχα καὶ ἀνεπαίσθητα μέσα σὲ ὅλη τὴν καταπίεση καὶ τὴ θλίψη τοῦ κόσμου. Ἡ ψυχὴ πάλλει καὶ ἀκτινοβολεῖ φῶς καὶ εἶναι γεμάτη ἀπὸ οὐράνια χαρά. «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις ἀγάλλεται», ψάλλει ἡ ἐκκλησία, καὶ τίποτε πάνω σ’ αὐτὴ τὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει τὴ χαρὰ ἢ νὰ σιγήσει τὴν ἀγαλλίαση. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ χαρά, οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν τὸν ἀληθινό τους ἑαυτὸ καὶ τὴν ἀθάνατη ψυχή τους. Καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ βρῆκαν τὴν ψυχή τους, «τὰ λυπητερὰ τραγούδια τῆς γῆς δὲν θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ἀντικαταστήσουν τοὺς ἤχους τῆς οὐράνιας ἀγαλλίασης», ὅπως ἔγραψε ὁ Μιχαὴλ Λέρμοντωφ.