Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    – Τὴν εὐκή μου νὰ ‘χεῖς, εἶπε. Καὶ νὰ μὴ ξεραίνεσαι ποτέ. Νὰ βγάνεις βλαστοὺς ἀπὸ τὴ ρίζα, καὶ νὰ μὴ γερνᾶς ποτέ σου. Κι ὁ καρπός σου εὐλογημένος νὰ ‘ναί, νὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τόνε δίνεις νὰ βγαίνει τὸ λάδι, νὰ φέγγουν τὴ νύχτα οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἀνάβει καὶ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ.
    Ἠντὰ ‘τόνε νὰ τὸ πεῖ. Ἕνας δροσερὸς βλαστὸς ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν κουτσοῦρα τσὴ ρίζας, ἀπὸ ‘κειὰ ἀποὺ ‘χὲ ἀκουμπισμένη τὴ χέρα τσὴ ἡ Παναγία, κι ἔφταξε ἴσαμε ἕνα μπόι στὸ ὕψος.
    Ἴσαμε τὸ βράδυ ἡ ἐλιὰ ἤτανε πάλι μεγάλη, ὅπως ἤτανε πρὶν γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Καὶ δὲν εἶχε ξεράδια. Εἶχε ξαναγενεῖ νέα γιατί εἶχε τὴν εὐκὴ τσὴ Παναγίας.
    Ἀπὸ τότε ἡ ἐλιὰ δὲ γερνᾶ. Ξεραίνεται, μὰ ἀπὸ τὴν ξέρα τσὴ ρίζας ξαναβγάνει βλαστοὺς καὶ ξανανιώνει.

Μία γέρικη ἐλιὰ στὴ φάτνη τοῦ Χριστοῦ

 

Μία χριστουγιεννιατικη λαϊκὴ διήγηση τῆς Κρήτης

Ἔκανε πολὺ κρύο τὴ βραδιὰ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ὁ σπήλιος ἤτανε παγωμένος καὶ τὰ ζωντανὰ βαραναπνέανε γιὰ νὰ ζεστάνουν μὲ τὴν ἀναπνιὰ τοὺς τὸ μωρό. Ἡ Παναγία δὲν ἐκάτεχε ἦντα νὰ κάμει. Ἤτανε κουκουλωμένη δίπλα στὴ ματζαδούρα καὶ σκεφτόταν πῶς θὰ καταφέρει νὰ ξημερωθεῖ καὶ νὰ μὴν ξεπαγιάσει τὸ μωρό.

Ἀπάνω στὴν ὥρα ὁ Ἰωσὴφ σκέφτηκε ν’ ἀνάψει φωτιὰ καὶ νὰ σπάσει λίγο τὴν παγωνιά. Μὰ ποῦ ξύλα;

Βγαίνει ὄξω ἀπὸ τὸ σπήλιο, κάνει μία βόλτα, τίποτα. Οὒτ’ ἕνα ψιχάλι ξύλο δὲν ηὔρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μὰ τὴν ὥρα ποὺ δὲν ἐκάτεχε ἦντα νὰ κάμει, θωρεῖ ἕνα σωρὸ ἄχερα, μεγάλους κοντύλους καὶ ἄλλα ποὺ ἤτανε πολυκαιριαμένα μέσα στὴ ματζαδούρα. Τσὶ κοντύλους δὲν τσὶ τρῶνε τὰ ὀζὰ κι εἴχανε παραπομείνει στὴ φάτνη. Μοναχά τους εἴχανε πάει τὰ ἄχερα ἲσαμ’ ἐκειὰ γιὰ νὰ τοὺς βάλουνε φωτιὰ καὶ νὰ ζεστάνουν τὸ Χριστό. Ὡς τὰ ‘δὲ ἡ Παναγία ἐδάκρυσε. Κι εἶπε:

– Νὰ χουνε τὴν εὐκή μου κι ἂς εἶναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσὴ ‘ναὶ κι ἡ ψυχὴ ντῶς.

Ἀπὸ τότε τὰ ἄχερα ἔχουνε χρυσὸ χρῶμα. Κι εἶναι χρυσὴ ἡ ψυχὴ ντῶς γιατί αὐτὰ πομένουνε ὄντα λιχνίσομε τὸ στάρι.

Μὰ τ’ ἄχερα ἀνάψανε, ἐβγάλανε μία φλόγα κι ἐσβήσανε. Παγωνιὰ καὶ πάλι στὸ σπήλιο. Ξαναβγαίνει ὄξω ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὰ πόδια τοῦ μπερδεύουν σ’ ἕνα κλαδί. Δεντρολίβανο, ἀρισμαρὶ ἦταν. Καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ (ἐκειονᾶ τὸ βράδυ εἴχανε ὅλα, ζῶα καὶ δεντρά, φωνὴ) παρακάλεσε τὸν Ἰωσὴφ νὰ τὸ κόψει ἀπὸ τὸν πάτο καὶ νὰ τὸ βάλει νὰ καεῖ γιὰ νὰ ζεσταθεῖ ὁ Χριστός. Ἔτσι κι ἔγινε. Ξαναδάκρυσε ἡ Παναγιὰ καὶ εἶπε:

– Νὰ ‘χεῖ τὴν εὐκή μου καὶ νὰ μοσκομυρίζει, νὰ τὸ βάνουν στὶς εἰκόνες τοῦ γιοῦ μου καὶ νὰ στολίζει τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων.

Μὰ κι αὐτὸ ἤτανε λίγο, ἄναψε κι ὥστε ν’ ἀνάψει ἔσβησε κιόλας. Κι ὁ σπήλιος ἄρχισε καὶ πάλι νὰ παγώνει. Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ἀγρίευε ὁ καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ἀκούστηκε ἕνα τσαχάλισμα μέσα ἀπὸ τὸ βουργιάλι τοῦ Ἰωσήφ.

Ἤτανε μία χούφτα ἐλιές, ποὺ τὶς εἶχε φυλάξει μ’ ἕνα ντάκο ψωμὶ γιὰ ὥρα ἀνάγκης. «Πήγαινε Ἰωσὴφ στὴν πεζούλα πάνω ἀπὸ τὸ σπήλιο. Ἐκειὰ ‘ναὶ μία ἐλιά, ἡ μάνα μας, γιατί θὰ ξεραθεῖ ἀπὸ τὸ κακό της ἅμα μάθει πὼς ἐκινδύνεψε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν τῆς τὸ ‘πᾶμε…».

Μία καὶ δύο, πάει ὁ Ἰωσήφ. Κι ἡ γέρικη ἐλιὰ ἐχαμήλωσε τὰ κλωνάρια της, ἔσπασε τὰ ξερὰ κουτσούρια ἀπὸ τὸν κορμό της καὶ τὰ τίναξε γιὰ νὰ φτάξουν στὴ μπούκα τοῦ σπήλιου. Ἄναψαν φωτιά, ἔκαιγε ὅλη τὴ νύχτα, ἔσπασε ἡ παγωνιὰ καὶ ἐζεστάθηκε ὁ Χριστός. Κι ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, τόσο κι ἔφταναν κι ἄλλα ξύλα στὸ σπήλιο. Μοναχὰ ντῶς.

Τὸ πρωὶ τὸ δεντρὸ εἶχε ‘πομείνει μόνο ἕνα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ἐλιὰ δὲν ὑπῆρχε.

Δάκρυσε ἡ Παναγία ὅταν τὴν εἶδε. Ἔσκυψε, χάιδεψε τὸ κουτσούρι, οὒτ’ ἕνα φύλλο δὲν εἶχε ‘πομείνει.

– Τὴν εὐκή μου νὰ ‘χεῖς, εἶπε. Καὶ νὰ μὴ ξεραίνεσαι ποτέ. Νὰ βγάνεις βλαστοὺς ἀπὸ τὴ ρίζα, καὶ νὰ μὴ γερνᾶς ποτέ σου. Κι ὁ καρπός σου εὐλογημένος νὰ ‘ναί, νὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τόνε δίνεις νὰ βγαίνει τὸ λάδι, νὰ φέγγουν τὴ νύχτα οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἀνάβει καὶ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ.

Ἠντὰ ‘τόνε νὰ τὸ πεῖ. Ἕνας δροσερὸς βλαστὸς ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν κουτσοῦρα τσὴ ρίζας, ἀπὸ ‘κειὰ ἀποὺ ‘χὲ ἀκουμπισμένη τὴ χέρα τσὴ ἡ Παναγία, κι ἔφταξε ἴσαμε ἕνα μπόι στὸ ὕψος.

Ἴσαμε τὸ βράδυ ἡ ἐλιὰ ἤτανε πάλι μεγάλη, ὅπως ἤτανε πρὶν γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Καὶ δὲν εἶχε ξεράδια. Εἶχε ξαναγενεῖ νέα γιατί εἶχε τὴν εὐκὴ τσὴ Παναγίας.

Ἀπὸ τότε ἡ ἐλιὰ δὲ γερνᾶ. Ξεραίνεται, μὰ ἀπὸ τὴν ξέρα τσὴ ρίζας ξαναβγάνει βλαστοὺς καὶ ξανανιώνει.