Ταυτοτητα Κειμένου
Τίτλος: Μάϊος
Συγγραφέας: Παλαμᾶς Κωστῆς
Κατηγορία: Ποίηση
Θέμα: Ἀθωότητα, Ἄνοιξη, Μάϊος, Παιδί, Φύση,
Πηγή/Έκδοση: Ἐστία
Χρ. Έκδοσης: 1882
Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Ἀπρίλης σωροὺς θησαυροὺς καὶ καλούδια,
    Τί πουλιὰ, τί νερὰ, τί δροσιαὶς, τί λουλούδια,
    ᾿Σ τὰ παλάτια τὰ πράσιν’ ἀφίνει!
    Κ’ ἀπ’ τὴν ἴδια στιγμὴ, ἀπ’ τὴν πρώτη νυχτιὰ
    Σὲ μεγάλη ὁ Μάϊς γιορτὴ μ’ ἀπληστία
    Τ’ ἀραδιάζει, τὰ χύνει.

  • !

    Ὅλα τ’ ἄνθη, μητέρα, δὲν εἶν’ἀδελφάκια;
    Σὲ γαστροῦλες καὶ κήπους, ἀγροὺς καὶ ῥυάκια,
    Μιὰ δροσιὰ, καὶ μικρὰ καὶ μεγάλα;
    Νὰ πονῶ τὰ φτωχὰ δὲ μοῦ εἶπες ἐσύ;
    Ὅλα τἄθελα· τ’ ἄλλ’ ἀπ’ ἀγάπη χρυσῆ,
    Ἀπὸ ἔλεος τ’ ἄλλα!

  • !

    «-Ὦ παιδί μου, ὁ Θεὸς ἕνα ἄλλο στεφάνι
    ᾿Σ τὴ μεγάλη μικρή σου καρδιὰ ἔχει βάνει
    Ἀπὸ ἄλλου Μαγιοῦ ὡραιότητα
    Μοσχομύριστο πάντα κι’ ὁλόλευκ’ ἀνθεῖ·
    Μὰ σὰν γείρῃ ξερὸ δὲ’ ‘μπορεῖ ν’ ἀλλαχθῇ·
    Καὶ τὸ λὲν αθωότητα».

Μάϊος

Ὁ Ἀπρίλης, ξανθὸς, ἀρχοντιὰ φουμισμένη,
ζαχαρένια θωριὰ, ὁ Ἀπρίλης πεθαίνει·
καὶ ὁ Μάης ἀπάνου του γέρνει,
χαροκόπος λεβέντης, μὰ δίχως μυαλὰ,
καὶ τοῦ φρόνιμου Ἀπρίλη τὰ μάτια σφαλᾷ,
καὶ τὰ πλούτη του πέρνει.

Ὁ Ἀπρίλης σωροὺς θησαυροὺς καὶ καλούδια,
τί πουλιὰ, τί νερὰ, τί δροσιές, τί λουλούδια,
στὰ παλάτια τὰ πράσιν’ ἀφήνει!
Κι ἀπ’ τὴν ἴδια στιγμὴ, ἀπ’ τὴν πρώτη νυχτιὰ
σὲ μεγάλη ὁ Μάης γιορτὴ μ’ ἀπληστία
τ’ ἀραδιάζει, τὰ χύνει.

Μὲ τ’ ἀηδόνια καλεῖ τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρι·
ὅπου νιᾶτα, παιδὶ, λυγερὴ, παλληκάρι,
ὅπου φτώχεια, ὅπου πλοῦτος γελάει,
τοῦ γλυκοῦ μηνυτῆ καταφτάν ἡ λαλιὰ·
ἡ ζωὴ μὲ ὁλάνοιχτη τρέχει ἀγκαλιὰ
στὸ τραπέζι τοῦ Μάη.

Τῆς αὐγούλας τὸ φῶς πολυέλαιο ἔχουν,
τραγουδοῦν κι ἀγαποῦν καὶ θερίζουν καὶ τρέχουν.
Στ’ ἀποφάγια σὰν πρόβαλ’ ἡ μέρα,
φεύγ’ ἡ νιότη χορτάτη καὶ φεύγ’ ἡ ζωὴ,
στές ἀγάπες ἡ χάρι, ἡ χαρὰ στὴ βοὴ,
τὸ παιδὶ στὴ μητέρα.

«-Τὸ στεφάνι ποὺ βλέπεις, αὐτὸ τὸ στεφάνι,
ἀπ’ τὰ πλούτη τοῦ Μάη ἐγὼ τό ‘χω κάνει,
μητεροῦλα, μὲ λουλούδια χίλια·
ταπεινὰ κι ἀκριβὰ, εἶναι μία χαρά·
πῶς ταιριάζουνε, κοῖτα, ζαμπάκια λαμπρὰ
μὲ φτωχὰ χαμομήλια.

»Ὅλα τ’ ἄνθη, μητέρα, δὲν εἶν’ ἀδελφάκια;
Σὲ γαστροῦλες καὶ κήπους, ἀγροὺς καὶ ῥυάκια,
μιὰ δροσιὰ, καὶ μικρὰ καὶ μεγάλα;
Νὰ πονῶ τὰ φτωχὰ δὲ μοῦ εἶπες ἐσύ;
Ὅλα τὰ ‘θελα· τ’ ἄλλ’ ἀπ’ ἀγάπη χρυσῆ,
ἀπὸ ἔλεος τ’ ἄλλα!

»Ποιὸ παιδὶ σὰν ἐμὲ τέτοια ἔχει μανούλα;
Τίνος ἄλλου ἀνθοὶ ἔχουν τέτοια δροσοῦλα;
Τέτοια χάρι καὶ μύρο καὶ χρῶμα;
Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴν πόρτα θ’ ἀνθῇ κρεμαστὸ
ὡς τὴν ἄλλη χρονιὰ ποὺ θ’ ἀλλάξω κι’ αὐτὸ
μὲ καλλὶτερ’ ἀκόμα.»

«-Ὦ παιδί μου, ὁ Θεὸς ἕνα ἄλλο στεφάνι
στὴ μεγάλη μικρή σου καρδιὰ ἔχει βάνει
ἀπὸ ἄλλου Μαγιοῦ ὡραιότητα.
Μοσχομύριστο πάντα κι ὁλόλευκ’ ἀνθεῖ·
Μὰ σὰν γείρῃ ξερὸ, δὲ μπορεῖ ν’ ἀλλαχθῇ·
Καὶ τὸ λὲν αθωότητα».