Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, λοιπὸν, δείχνει καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ λύση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Σωτῆρας, ὁ κεχρισμένος βασιλιάς, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ ἔλεος. Ἀλλὰ ἡ προσευχή μᾶς λέει ἀκόμη κάτι περισσότερο γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ. Προσφωνεῖται «Κύριος» καὶ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»• ἐδῶ ἡ Προσευχὴ μιλεῖ γιὰ τὴ θεότητά του, γιὰ τὴν ὑπερβατικότητα καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητά του. Προσφωνεῖται ὅμως ἐξ ἴσου «Ἰησούς», δηλαδή μὲ τὸ προσωπικὸ ὄνομα, ποὺ ἡ μητέρα του καὶ ὁ θετός του πατέρας τοῦ ἔδωσαν μετὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του στὴ Βηθλεέμ. Ἔτσι, ἡ Προσευχὴ μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, γιὰ τὴν γνήσια πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης γέννησής του.

  • !

    Ἡ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἑπομένως μιὰ κατάφαση τῆς πίστης στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ποὺ εἶναι καὶ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἀπόλυτα ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ἔτσι ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο – κάνοντας τὸν ἑαυτό του ἀνθρώπινο. Μέσα στὴν «ἐκστατική» του ἀγάπη, ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὴ δημιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴν κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δημιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ μεσολαβητικὸ ἔργο, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴν πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας μας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέμε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕμνους τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χρίστου. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

  • !

    Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος -τέλειος δηλαδή ὄχι μόνο δυναμικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγματοποιημένης «ὁμοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι μόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴν θεϊκὴ ἐξομοίωση. Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς• κι ἔτσι, ἀπὸ τὴν πρώτη-πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα, ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, κατὰ κάποιο τρόπο εἶχε ὑπονοηθεῖ. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἀμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ μὴ πεπτωκυΐα φύση του, στὴν ὕπαρξή του, ποὺ ἔγινε σύμφωνα μὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν

 

Ἂς ἐξετάσουμε, τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ αὐτὴ ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ θεραπεία μας ἀπ’ αὐτὸν καὶ μέσα σ’ αὐτόν.

Ὑπάρχουν στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ δυὸ «πόλοι» ἢ δυὸ ἀκραῖα σημεῖα. «Κύριε…Υιέ τοῦ Θεοῦ»• ἡ Προσευχὴ μιλάει πρῶτα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, διακηρύσσοντας τὸν Ἰησοῦ σὰν Κύριο ὅλης τῆς δημιουργίας καὶ σὰν τὸν αἰώνιο Υἱό. Ἔπειτα, στὸ κλείσιμό της ἡ Προσευχὴ στρέφεται στὴν κατάστασή μας ὡς ἁμαρτωλῶν – ἁμαρτωλῶν ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης, ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τὶς προσωπικές μας πράξεις τὶς λαθεμένες: «..μὲ τὸν ἁμαρτωλόν». Εἶναι σημαντικό, το ὅτι λέμε «ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν» -σαν νὰ ἤμουν ἐγὼ ὁ μοναδικὸς ἁμαρτωλός.

Ἔτσι, ἡ Προσευχὴ ἀρχίζει μὲ λατρεία καὶ τελειώνει μὲ μετάνοια. Ποιός ἢ τί μπορεῖ νὰ συμφιλιώσει αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα τῆς θείας δόξας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀμαρτωλότητας; Ὑπάρχουν τρεῖς λέξεις στὴν Προσευχὴ, ποὺ δίνουν τὴν ἀπάντηση.

Ἡ πρώτη εἶναι «Ἰησοῦς», τὸ προσωπικὸ ὄνομα ποὺ δόθηκε στὸ Χριστὸ μετὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ Σωτῆρα• καθὼς εἶπε ὁ ἄγγελος στὸν θετὸ πατέρα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄγ. Ἰωσήφ: «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»

Ἡ δεύτερη λέξη εἶναι ὁ τίτλος «Χριστός», ἡ ἀντίστοιχη ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ «Μεσσίας», ποὺ σημαίνει «Αὐτὸς ποὺ ἔχει χριστεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ». Γιὰ τοὺς Ἑβραίους τῆς Π. Διαθήκης, ὁ Μεσσίας ἦταν ὁ ἀναμενόμενος λυτρωτής, ὁ μελλοντικὸς βασιλιάς ποὺ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τους.

Ἡ τρίτη λέξη εἶναι «ἔλεος», ἕνας ὅρος ποὺ σημαίνει ἀγάπη στὴν πράξη, ἀγάπη ποὺ ἐργάζεται γιὰ νὰ φέρει τὴ συγχώρεση, τὴν ἀπελευθέρωση, τὴν ὁλοκλήρωση. Τὸ νὰ ἔχεις ἔλεος, σημαίνει ν’ ἀπαλλάξεις τὸν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἔνοχη, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει μὲ τὶς δικές του προσπάθειες• νὰ τὸν ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὰ χρέη, ποὺ ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει• νὰ τὸν γιατρέψεις ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἀβοήθητος καμιὰ γιατρειά. Ὁ ὅρος «ἔλεος» σημαίνει ἀκόμη, ὅτι ὃλ’ αὐτὰ προσφέρονται σὰν ἕνα ἐλεύθερο δῶρο• αὐτὸς ποὺ ζητάει ἔλεος, δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπ’ τὸν ἄλλο, δὲν ἔχει δικαιώματα γιὰ νὰ τὰ ἐπικαλεστεί.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, λοιπὸν, δείχνει καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ λύση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Σωτῆρας, ὁ κεχρισμένος βασιλιάς, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ ἔλεος. Ἀλλὰ ἡ προσευχή μᾶς λέει ἀκόμη κάτι περισσότερο γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ. Προσφωνεῖται «Κύριος» καὶ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»• ἐδῶ ἡ Προσευχὴ μιλεῖ γιὰ τὴ θεότητά του, γιὰ τὴν ὑπερβατικότητα καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητά του. Προσφωνεῖται ὅμως ἐξ ἴσου «Ἰησούς», δηλαδή μὲ τὸ προσωπικὸ ὄνομα, ποὺ ἡ μητέρα του καὶ ὁ θετός του πατέρας τοῦ ἔδωσαν μετὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του στὴ Βηθλεέμ. Ἔτσι, ἡ Προσευχὴ μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, γιὰ τὴν γνήσια πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης γέννησής του.

Ἡ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἑπομένως μιὰ κατάφαση τῆς πίστης στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ποὺ εἶναι καὶ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἀπόλυτα ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ἔτσι ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο – κάνοντας τὸν ἑαυτό του ἀνθρώπινο. Μέσα στὴν «ἐκστατική» του ἀγάπη, ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὴ δημιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴν κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δημιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ μεσολαβητικὸ ἔργο, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴν πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας μας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέμε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕμνους τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήμερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χρίστου. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ ἐνσάρκωση, λοιπὸν, εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία μας μαζί του. Ἀλλὰ τί θὰ εἶχε γίνει ἂν δὲν εἶχε συμβεῖ ποτὲ μιὰ πτώση; Θὰ εἶχε διαλέξει ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ποτέ; Θά ‘πρεπε νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐνσάρκωση ἁπλῶς σὰν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴ δύσκολη θέση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἢ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο μέρος τῆς αἰώνιας πρόθεσης τοῦ Θεοῦ; Μήπως θά ‘πρεπε νὰ κοιτάξουμε πίσω ἀπὸ τὴν πτώση καὶ νὰ δοῦμε τὴν πράξη τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ, σὰν τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀληθινῆς μοίρας τοῦ ἀνθρώπου;

Σ’ αὐτὴ τὴν ὑποθετικὴ ἐρώτηση δὲν μποροῦμε ἐμείς, στὴν τωρινή μας κατάσταση, νὰ δώσουμε καμιὰ τελικὴ ἀπάντηση. Ἀφοῦ ζοῦμε μέσα στὴν πτωτικὴ κατάσταση, δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε καθαρὰ, ποιά θὰ ἦταν ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἂν δὲν εἶχε συμβεῖ ἡ πτώση. Οἱ χριστιανοὶ συγγραφεῖς ἔτσι, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, ἔχουν περιορίσει τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος τῆς ἐνσάρκωσης στὸ πλαίσιο τῆς πτωτικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ριψοκινδύνεψαν μιὰ εὐρύτερη θεώρηση, ἰδιαίτερα ὁ ἄγ. Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος καὶ ὁ ἄγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν Ἀνατολή καθὼς καὶ ὁ Duns Scotus στὴ Δύση. Ἡ Ἐνσάρκωση, λέει ὁ ἄγ. Ἰσαάκ, εἶναι τὸ πιὸ εὐλογημένο καὶ τὸ πιὸ χαρμόσυνο πρᾶγμα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε συμβεὶ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ εἶναι σωστό, τὸ νὰ ὁρίσουμε σὰν αἰτία γι’ αὐτὸ τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς κάτι, ποὺ ἴσως ποτὲ νὰ μὴ συνέβαινε καὶ ποὺ στ’ ἀλήθεια δὲ θά ‘πρεπε ποτὲ νὰ ἔχει γίνει ἔτσι; Βέβαια, ὁ ἄγ. Ἰσαὰκ πιστεύει, ὅτι ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητάς μας ἀπ’ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ, ὄχι μόνο σὰν μιὰ ἀπάντηση στὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἐπίσης καὶ κυρίως σὰν μιὰ πράξη ἀγάπης, σὰν μιὰ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη κι ἂν ἡ πτώση δὲν εἶχε γίνει, ὁ Θεός, μέσα στὴν ἀπεριόριστη, ἐκστατική του ἀγάπη θὰ εἶχε πάλι διαλέξει νὰ ταυτίσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ δημιουργία του, μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἰδωμένη μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἔχει περισσότερη σημασία ἀπὸ μιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ ἀπὸ μιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση μέσα στὸν Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σημαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐπιστροφὴ στὸ παρελθόν. Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούργιο ἐπίπεδο• ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο μέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουμε ν’ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας• μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σημασία τῆς προσωπικότητάς μας μᾶς ἦταν κρυμμένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡμέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους». Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος -τέλειος δηλαδή ὄχι μόνο δυναμικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγματοποιημένης «ὁμοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι μόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴν θεϊκὴ ἐξομοίωση. Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς• κι ἔτσι, ἀπὸ τὴν πρώτη-πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα, ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, κατὰ κάποιο τρόπο εἶχε ὑπονοηθεῖ. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἀμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ μὴ πεπτωκυΐα φύση του, στὴν ὕπαρξή του, ποὺ ἔγινε σύμφωνα μὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό.