Τίποτ’ ἄλλο δὲν εἶναι τόσο βέβαιο στὴ ζωή μας, παρὰ ὅτι θὰ πεθάνουμε. Τὸ γεγονὸς ὅτι γεννηθήκαμε καὶ εἴμαστε σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα, πὼς μιὰ μέρα θὰ φύγουμε. Κάθε μέρα τὸ βλέπουμε καὶ τὸ διαπιστώνουμε, πὼς ἄνθρωποι γεννιοῦνται κι ἄνθρωποι ἀποθνήσκουν• ἄλλοι ἔρχονται κι ἄλλοι φεύγουν. Ἀλλὰ κι ἄλλο ἕνα εἶναι τὸ ἴδιο βέβαιο, πὼς θὰ κριθοῦμε, πὼς θὰ δώσουμε δηλαδὴ λόγο γιὰ τὴν διαγωγή μας σὲ τούτη τὴ ζωή. Αὐτὴ εἶναι κοινὴ πίστη, ριζωμένη μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν λαῶν κι ὅλων τῶν αἰώνων. Ἀλλὰ ἔχουμε «βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον»• ἡ θεία Γραφὴ ὁμιλεῖ γιὰ τὴ μεγάλη καὶ ἐπιφανῆ ἡμέρα τῆς κρίσεως, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ τὴ δευτέρα του παρουσία, καθὼς θὰ τὸ ἀκούσουμε αὔριο στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κρίση εἶναι ἡ πράξη τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία καταξιώνεται ἡ διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ βίος τῶν πιστῶν. Τὴν εὐαγγελική, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν ὀνομάζει «ἠδίστην», δηλαδὴ γλυκύτατη περικοπή, ποὺ οἱ πιστοὶ τὴν ἀκοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου, τὴ μελετοῦν μὲ σπουδὴ καὶ τὴν κρατοῦν στὴ μνήμη τους μὲ κατάνυξη. Ἡ Ἐκκλησία ἐπισφραγίζει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς κρίσεως• «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν…». Ἡ πληροφορία τῆς συνείδησής μας καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀρκοῦν γιὰ νὰ μᾶς πείσουν, ἀλλὰ εἶναι σαφὴς καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν γράφει πρὸς Ἑβραίους• «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις».
Ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν τὸ βάζουν στὸ μυαλό τους, μήτε πὼς θὰ πεθάνουν μήτε πὼς ἔχουν νὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ ἔργα τους. Εἶναι τὸ χειρότερο ποὺ μπορεῖ νὰ πάθει ὁ ἄνθρωπος. Βγάλε ἀπὸ μέσα σου τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τὸ φόβο τῆς κρίσεως, κι ὕστερα κατέβασες τὸν ἑαυτό σου στὴ θέση τοῦ κτήνους καὶ δὲν κρατιέσαι πουθενά. Μάλιστα, ὅταν εἶσαι νέος. Οἱ νέοι, σὰν καὶ νὰ μὴν εἶναι τόσοι γέροι γύρω τους, σὰν καὶ νὰ μὴν τὸ βλέπουν πὼς κάθε μέρα ἀποθνήσκουν ἄνθρωποι. Ξεγελιοῦνται λοιπὸν ἀπὸ τὰ νιᾶτα τους κι ἀπὸ τὴν ὑγεία τους καὶ θαρροῦν, πὼς πάντα θὰ εἶναι νέοι, πὼς δὲν θὰ πεθάνουν ποτὲ καὶ πὼς δὲν ἔχουν νὰ δώσουν λόγο γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Κι ὅμως, τὸ πιὸ εὐεργετικὸ γιὰ ὅλους, κι ὅταν εἴμαστε νέοι κι ὅταν θὰ γεράσουμε, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅλη ἡ ζωὴ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ εἶναι μνήμη θανάτου. Ὅσο εἶναι πικρό, ἄλλο τόσο εἶναι καὶ σωτήριο, νὰ θυμᾶται ὁ καθένας μας πὼς θὰ πεθάνει. Ὅποιος δὲν ξεχνᾶ τὸν θάνατό του, εἶναι κοντά, γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλει πὼς τὸν περιμένει ἡ κρίση καὶ ἡ ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μίλησε καθαρὰ καὶ εἶπε γιὰ τὴ δευτέρα καὶ ἔνδοξη παρουσία του. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὰ καὶ φτωχὰ• τὴ δεύτερη θὰ ἔλθει μὲ ὅλη τὴ θεϊκή του δόξα. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο• τὴ δεύτερη θὰ ἔλθει γιὰ νὰ τὸν κρίνει. Τὴν πρώτη φορὰ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης• τὴ δεύτερη θὰ κρίνει μὲ δικαιοσύνη. Ὄχι μόνο ὡς Θεὸς οὔτε μόνο ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὡς Θεάνθρωπος• ὡς Θεός, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος, καὶ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ξέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Ὁ ἴδιος τὸ εἶπε, ὅτι «ὁ Πατὴρ πᾶσαν τὴν κρίσιν δέδωκε τῷ Υἱῷ». Ὁ Υἱός, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο, ὁ Υἱὸς καὶ θὰ τὸν κρίνει. Καὶ θὰ τὸν κρίνει μὲ τὰ λιγότερα, γιὰ νὰ σωθοῦν περισσότεροι, γιατί ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. Δὲν θὰ σωθοῦν μόνο, ὅσοι δὲν θὰ τὸ θελήσουν, ὅσοι οὔτε μὲ διδασκαλία οὔτε μὲ σημεῖα θὰ θελήσουνε νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Αὐτοὶ καὶ τώρα τὸ ἴδιο λένε καὶ τότε τὸ ἴδιο θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν;». Ποῦ καὶ πότε τὸν εἴδαμε τὸ Χριστό;
Ἐδῶ τώρα εἶναι, ποὺ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, γιὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν κρίση τοῦ κόσμου, παίρνει ἕνα ἀπροσμέτρητο βάθος καὶ μιὰ μέγιστη κοινωνική σημασία. Ὄχι μεγάλα λόγια καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μικρὰ καὶ καθημερινὰ πράγματα. Ὄχι τάχα θυσίες καὶ θεαματικὲς πράξεις, ἀλλά ψωμὶ γιὰ τὸν νηστικὸ καὶ ροῦχο γιὰ τὸν γυμνὸ κι ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ τὸν διψασμένο. Τὸ ἐλάχιστο, ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ὁ καθένας, κι ὄχι μόνο τὸ μέγιστο, ποὺ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ δώσουν οἱ λίγοι. Ὅταν καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἀνισότητα, καὶ δὲν ἔχουμε ἄδικο, ξεχνᾶμε πὼς ἡ ἀναλογία τῆς εὐθύνης πέφτει σὲ ὅλους. Καὶ συμβαίνει, ὅσοι μόνο φωνάζουν γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, νὰ μὴν εἶναι πάντα οἱ πιὸ φτωχοὶ καὶ ἀδικημένοι. Ἀλλὰ εἶναι φυσικό, ὅταν τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό καὶ σὰν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, τότε χάνεται, σὰν ἀόριστη καὶ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Καὶ εἶναι πάλι φυσικὸ, ὅταν δὲν πιστεύουμε στὸ Θεὸ οὔτε καὶ στὸν ἄνθρωπο πιστεύουμε. Τότε δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἀδελφός μας καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς πονάει, ἀλλὰ τὸ δόγμα καὶ ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τοῦ κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος, στὸ ὁποῖο πιστεύουμε.
Μιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι μᾶς περιμένει ὁ θάνατος κι ὕστερα μᾶς ἀναμένει κρίση. Ὅπως καὶ νά ’χει, θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὴ ζωή μας. Μάθαμε νὰ λέμε, πὼς οἱ φυσικοὶ νόμοι εἶναι ἀπαράβατοι, μὰ πιὸ πολὺ ἀπαράβατοι καὶ ἀμετάθετοι εἶναι οἱ ἠθικοὶ νόμοι, γιατί δὲν γίνεται τίποτε στὴν τύχη, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ τὸ ὑλιστικὸ ἀξίωμα• «Φάγωμεν, πίωμεν, οὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Κάποτε θὰ βροῦμε μπροστά μας τὴ ζωή μας καὶ τὶς πράξεις μας, θὰ μᾶς δικάσει ὁ Θεὸς «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι ἂν εἶναι νὰ μᾶς δικάσει ὁ Χριστὸς σὰν Θεός, δὲν θὰ σωθεῖ κανένας ἀπὸ μᾶς. Μὰ θὰ μᾶς δικάσει σὰν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μέσα στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Καὶ θὰ μᾶς ζητήσει, ἂν εἴχαμε μεταξύ μας ἀγάπη• ἡ ἀγάπη, γράφει ὁ Ἀπόστολος, «καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν». Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι μιὰ λέξη καὶ μιὰ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ συγκεκριμένη κάθε φορὰ πράξη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ἀδελφὸς «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὄχι ἀπρόσωπα ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα ἀλλὰ ὁ πλησίον προσωπικὰ καὶ ὁ ἀδελφός. Ἂς ἔχουμε λοιπὸν ἀγάπη, ἂς πιστεύουμε στὸν Θεό, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσει ἕναν-ἕναν τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ ἀκούσουμε, ὅταν θὰ μᾶς κρίνει• «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι…». Ἀμήν.