Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀφενὸς μὲν ἦταν ἡ περίοδος προπαρασκευῆς τῶν κατηχουμένων γιὰ τὴν βάφτισή τους τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ ἀφετέρου ἦταν καὶ εἶναι ἡ περίοδος, ἢ μᾶλλον ὁ καιρὸς, τῆς μετανοίας, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐντείνονται καὶ οἱ ἀγῶνες κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν πειρασμῶν, μία εὐκαιρία πνευματικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνάτασης ἐν ὄψει τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

  • !

    Ἡ Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειών τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
    Κατὰ τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειών, τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
    Ἡ Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
    Ἡ Κυριακή τῆς Δ΄ τῶν Νηστειών εἶναι ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη, συγγραφέα τῆς Κλίμακος.
    Γιὰ τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἀφιερωμένη στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ἰσχύει, ὅ,τι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, καθὼς καὶ αὐτὴ μετατέθηκε στὴν πέμπτη Κυριακὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπὸ τὸν ἀκίνητο ἐορτολογικὸ κύκλο, καθὼς ἡ ἁγία τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 1η Ἀπριλίου.

  • !

    Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπαγορεύεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τῶν ἁγίων, λόγω τοῦ πένθιμου χαρακτήρα τῆς περιόδου αὐτῆς. Οἱ Κυριακὲς, ὅμως, καθὼς καὶ τὰ Σάββατα ἀποτελοῦν ἐξαίρεση, καθὼς ἔχουν χαρακτήρα ἀναστάσιμο, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Κυριακή. Σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ, λοιπὸν, ἡμέρες ἔπρεπε νὰ μεταφερθεῖ ἡ μνήμη ἑνὸς ἁγίου, ποὺ συνέπιπτε ὁ ἑορτασμὸς του μία καθημερινὴ ἡμέρα τῆς Σαρακοστῆς, πολὺ περισσότερο ὅταν ὁ βίος καὶ ἡ δράση τοῦ ἁγίου ταιρίαζε μὲ τὴν περίοδο καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Τεσσαρακοστῆς.

  • !

    Ἔτσι, τὶς πρῶτες Κυριακὲς τῆς Τεσσαρακοστῆς ἑορτάζονται γεγονότα καὶ πρόσωπα, ποὺ δηλώνουν τὴν νίκη τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῆς πλάνης καὶ τῆς αἵρεσης. Πιθανὸν καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως νὰ προέρχεται ἀπὸ μεταφορὰ τῆς ἑορτῆς τῆς εὑρέσεως, τὴν 6η Μαρτίου στὴ μέση τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὡς βακτηρία καὶ ὑποστηριγμὸς τοῦ Χριστιανοῦ στὸν πνευματικό του ἀγώνα. Τέλος, μεταφέρεται ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου (τῆς κλίμακος) τὴν Δ΄ τῶν Νηστειῶν ἀπὸ τὴν 30η Μαρτίου καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ὡς πρότυπο μετανοίας, ἀπὸ τὴν 1η Ἀπριλίου τὴν Ε΄ τῶν Νηστειῶν.

  • !

    Ἑπομένως, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ, μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της πράξη, ἔρχεται νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο τὰ ὄπλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε περιέλθει, μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα νὰ βροῦμε Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ φωτίζων καὶ ἁγιάζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ὥστε νὰ φωτισθεῖ καὶ νὰ ζεσταθεῖ καὶ πάλι ἡ ὕπαρξή του καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ στὸ ἀρχαῖο κάλλος.

Κυριακὲς Τεσσαρακοστῆς

 

(Ἡ διαμόρφωση τοῦ λειτουργικοῦ κύκλου τῶν Κυριακῶν)

Στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀφενὸς μὲν ἦταν ἡ περίοδος προπαρασκευῆς τῶν κατηχουμένων γιὰ τὴν βάφτισή τους τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ ἀφετέρου ἦταν καὶ εἶναι ἡ περίοδος, ἢ μᾶλλον ὁ καιρὸς, τῆς μετανοίας, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐντείνονται καὶ οἱ ἀγῶνες κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν πειρασμῶν, μία εὐκαιρία πνευματικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνάτασης ἐν ὄψει τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀπὸ λειτουργικῆς ἀπόψεως, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μία σειρὰ λειτουργικῶν παραδόσεων διαφόρων ἐποχῶν καὶ διαφόρου προελεύσεως, ἄλλα προερχόμενα ἀπὸ τὴν ἱεροσολυμίτικη παράδοση καὶ ἄλλα ἀπό τὴν κωνσταντινουπολίτικη. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὶς προσθῆκες ἢ μεταβολὲς, βλέπουμε τὰ παλαιὰ στοιχεῖα, ἄλλα νὰ διατηροῦνται καὶ ἄλλα νὰ ὑποχωροῦν καὶ νὰ διακρίνονται μόνο ἴχνη τους, ἐνῶ τὰ νεώτερα στοιχεῖα ἐπικρατοῦν ἀλλὰ καὶ ἀναμιγνύονται μὲ τὰ παλαιότερα.

Παρόλα αὐτὰ, ἡ ὑμνογραφία τοῦ Τριωδίου καὶ ὁ ἐορτολογικὸς κύκλος μᾶς ἀποκρυσταλλώνουν καὶ καθορίζουν τὸ περιεχόμενο τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας συνδυαζόμενος μὲ τὴ νηστεία, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, ἔστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ διάβολου πρὸς τὸν Θέον ἐπάνοδος δι’ ἀσκήσεως καὶ πόνων. Ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ περίοδος εἶναι καὶ μία περίοδος ἀνάτασης πνευματικῆς.

Ἡ Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειών τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καθιερώθηκε τὸ 843 ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο, εἰς ἀνάμνηση τῆς «ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων». Ἀπὸ τὴν μελέτη, ὅμως, τῶν παλαιῶν χειρόγραφων κωδίκων συνάγεται τὸ συμπέρασμα, πὼς κατὰ τὴν Κυριακὴ αὐτὴ παλαιότερα, πρὸ τῆς καθιερώσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑορταζόταν καὶ ἡ μνήμη τῶν ἁγίων προφητῶν Μωυσέως, Ἀαρῶν καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν, σὲ συνάρτηση πρὸς τὸ θέμα τῆς πρὸ αὐτῆς Κυριακῆς, ποὺ εἶναι ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Αὐτὸ διασώζεται καὶ στὴν ἀσματικὴ διάταξη τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ δυὸ πρῶτα στιχηρὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, τὸ δοξαστικόν τῆς λιτῆς καὶ τὸ δοξαστικόν τῶν αἴνων καὶ μερικὰ ἰδιόμελα ποὺ ψάλλονται τὶς καθημερινές, καθὼς ἡ ἀναγιγνωσκομένη ἀποστολικὴ περικοπὴ καὶ τὸ Ἀλληλουάριό της μνημονεύουν τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἀαρῶν καὶ ἀναφέρεται στοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ πάθη τῶν προφητῶν. Τέλος, καὶ αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, μὲ τὴ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Φίλιππο καὶ τὸν Ναθαναήλ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ Μεσσία, γιὰ τὸν ὁποῖον μίλησαν οἱ προφῆτες.

Κατὰ τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειών, τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε τὸ 1368, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο, ἀλλὰ στὰ χειρόγραφα τοῦ Τριωδίου τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τὴν βρίσκουμε μετὰ τὸ 1519. Ἀντὶ τῆς μνήμης τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὰ παλαιότερα χειρόγραφα ἀναφέρουν, εἴτε τὴν μνήμη τῶν ἁγίων τοῦ Μηναίου εἴτε τὴν μνήμη τῆς μετανοίας τοῦ τελώνου ἢ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἂν καὶ τοῦ τελώνου τὴν συναντοῦμε καὶ τὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι παλαιότερα, κατὰ τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γινόταν εἰδικὴ μνεία τῆς μετανοίας τοῦ ἀσώτου. Μάλιστα, τὰ ἰδιόμελα τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς εἶναι ὅλα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.

Ἡ Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, μνημονεύεται σὲ χειρόγραφο τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ 13ου αἴωνα. Τὴν πρώτη πληροφορία περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τὴν βρίσκουμε στὴν Τάξη τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (912-950), ἀλλὰ μέχρι τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα ἦταν ἰδιαίτερη γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ἐν συνεχείᾳ βλέπουμε νὰ γενικεύεται ἡ ἑορτὴ αὐτή.

Στὸ τυπικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀπὸ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα, βρίσκουμε τὴν γιορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τὴν Τετάρτη καὶ ὄχι τὴν Κυριακή τῆς τρίτης ἑβδομάδας. Κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα, ἡ γιορτὴ μετατέθηκε τὴν Κυριακή, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ὅλη ἑβδομάδα, καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καθιερώθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Τὴν Γ΄, λοιπὸν, Κυριακὴ κυριαρχοῦσε τὸ θέμα τῆς μετανοίας τοῦ τελώνη, μὲ κέντρο τὴν ἀνάγνωση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου. Σήμερα, μόνο τὸ δοξαστικὸ τῶν αἴνων καὶ πολλὰ ἰδιόμελά μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου.

Ἡ Κυριακή τῆς Δ΄ τῶν Νηστειών εἶναι ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη, συγγραφέα τῆς Κλίμακος. Ἡ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μετατέθηκε στὴν τέταρτη Κυριακὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπὸ τὸν ἀκίνητο ἐορτολογικὸ κύκλο, καθὼς ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 30η Μαρτίου. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ τοῦ ἑορτασμοῦ του τὴν τέταρτη Κυριακὴ ἐμφανίζεται σὲ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μ. Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ 13ου αἰώνα. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμφανίζεται σὲ πολλὰ χειρόγραφα, ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα. Πρὶν τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γινόταν μνεία τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὰ παλαιότερα χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα μαζὶ μὲ τὸν κανόνα τοῦ Ἁγίου στὸν Ὄρθρο περιέχουν καὶ ὕμνους ἐμπνεόμενους ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στοὺς ὁποίους παρομοιάζουν τὴν τραυματισμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, ἡ ὁποία χρήζει θεραπείας ἐκ μέρους τοῦ Σωτῆρος, τοῦ ὁποίου σύμβολο εἶναι ὁ Καλὸς Σαμαρείτης.

Γιὰ τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἀφιερωμένη στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ἰσχύει, ὅ,τι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, καθὼς καὶ αὐτὴ μετατέθηκε στὴν πέμπτη Κυριακὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπὸ τὸν ἀκίνητο ἐορτολογικὸ κύκλο, καθὼς ἡ ἁγία τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 1η Ἀπριλίου. Πρὶν τῆς μνήμης τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τὴν Κυριακὴ αὐτὴ ἡ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ παλαιότερα χειρόγραφα τοῦ Τριωδίου, εἶχε ὡς κύριο θέμα τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, γεγονὸς ποὺ γίνεται κατανοητὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἰσχῦον τυπικὸ τοῦ Τριωδίου, καθὼς πρὸ τοῦ κανόνος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας περιέχεται καὶ ἕτερος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴν σχετικὴ παραβολή. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας, κατὰ τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐμφανίζεται σὲ χειρόγραφο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 1201 καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμφανίζεται σὲ πολλὰ ἄλλα χειρόγραφα.

Ἡ ἀντικατάσταση τῶν ἀρχικῶν θεμάτων μὲ τὰ νεότερα ἔγινε σταδιακὰ καὶ κυρίως στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα μέχρι τὸν 14ο αἰώνα. Ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς Ἰωάννης Φουντούλης μνημονεύει, πὼς πιθανὸν ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ ὀφείλεται στὴν προσπάθεια εἰσαγωγῆς εὐαγγελικῶν περικοπῶν ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὅμως, τὰ ἐορτολογικὰ θέματα τῶν Κυριακῶν αὐτῶν στερήθηκαν τὸ βιβλικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ τοὺς ἔδινε ἡ ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου, τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου καὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, προερχόμενα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ.

Δεύτερος, ἴσως, λόγος εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς τιμῆς καὶ μνήμης τῶν ἁγίων. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπαγορεύεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τῶν ἁγίων, λόγω τοῦ πένθιμου χαρακτήρα τῆς περιόδου αὐτῆς. Οἱ Κυριακὲς, ὅμως, καθὼς καὶ τὰ Σάββατα ἀποτελοῦν ἐξαίρεση, καθὼς ἔχουν χαρακτήρα ἀναστάσιμο, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Κυριακή. Σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ, λοιπὸν, ἡμέρες ἔπρεπε νὰ μεταφερθεῖ ἡ μνήμη ἑνὸς ἁγίου, ποὺ συνέπιπτε ὁ ἑορτασμὸς του μία καθημερινὴ ἡμέρα τῆς Σαρακοστῆς, πολὺ περισσότερο ὅταν ὁ βίος καὶ ἡ δράση τοῦ ἁγίου ταιρίαζε μὲ τὴν περίοδο καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Τεσσαρακοστῆς.

Ἔτσι, τὶς πρῶτες Κυριακὲς τῆς Τεσσαρακοστῆς ἑορτάζονται γεγονότα καὶ πρόσωπα, ποὺ δηλώνουν τὴν νίκη τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῆς πλάνης καὶ τῆς αἵρεσης. Πιθανὸν καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως νὰ προέρχεται ἀπὸ μεταφορὰ τῆς ἑορτῆς τῆς εὑρέσεως, τὴν 6η Μαρτίου στὴ μέση τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὡς βακτηρία καὶ ὑποστηριγμὸς τοῦ Χριστιανοῦ στὸν πνευματικό του ἀγώνα. Τέλος, μεταφέρεται ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου (τῆς κλίμακος) τὴν Δ΄ τῶν Νηστειῶν ἀπὸ τὴν 30η Μαρτίου καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ὡς πρότυπο μετανοίας, ἀπὸ τὴν 1η Ἀπριλίου τὴν Ε΄ τῶν Νηστειῶν.

Ἑπομένως, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ, μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της πράξη, ἔρχεται νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο τὰ ὄπλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε περιέλθει, μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα νὰ βροῦμε Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ φωτίζων καὶ ἁγιάζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ὥστε νὰ φωτισθεῖ καὶ νὰ ζεσταθεῖ καὶ πάλι ἡ ὕπαρξή του καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ στὸ ἀρχαῖο κάλλος.