Ὄχι σπάνια ἀκοῦμε κάθε λογὴς ἀνθρώπους σὲ δύσκολες περιστάσεις νὰ εὔχονται νὰ γίνει ἕνα θαῦμα. Θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ ἔχουμε κάνει κάποια στιγμὴ ὅλοι μας. Συνήθως αὐτὸ ποὺ περιμένουμε ὡς ‘θαῦμα’ εἶναι μία προσωπικὴ ἀπαίτηση γιὰ ἱκανοποίηση μίας ἐπιθυμίας εἴτε θετικῆς (νὰ γίνω καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια μου, νὰ πετύχω στὶς ἐξετάσεις, νὰ κερδίσω κάτι), εἴτε καὶ ἀρνητικῆς (νὰ χάσουν κάποιοι ἄλλοι, νὰ ματαιωθεῖ μία ἐκδήλωση ποὺ δὲν μοῦ ἀρέσει). Μία τέτοια ἔννοια ‘θαύματος’ περιορίζει πολὺ τὸν Θεό: τὸν φέρνει στὰ μέτρα μας, τὸν θέλει ὡς ὑπηρέτη δικῶν μας συμφερόντων, ἄρα… ὄχι Θεὸ (μὲ κεφαλαῖο Θ). Ἄλλωστε, τὰ ἴδια αἰτήματα δὲν θὰ ὑπέβαλλε καὶ ὁ ἄλλος, ἀντίπαλος, ἀντίδικος, συνυποψήφιος; Αὐτὸ ποῦ θὰ ἦταν ‘θαῦμα’ γιὰ μένα δὲν θὰ ἦταν ‘δράμα’ γιὰ ἐκεῖνον;
Στὴν βιβλικὴ ἱστορία τοῦ Προφήτη Ἠλία ἔχουμε ἕνα κλασικὸ παράδειγμα ‘συγκριτικῆς μελέτης’ στὴ θαυματουργία. Ὁ Προφήτης ἀντιμετωπίζει 950 ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ τοὺς προτείνει νά… συναγωνισθοῦν στὸ θαῦμα. Οἱ δύο πλευρὲς κάνουν ἀπὸ μία θυσία. Ἐπικαλοῦνται διαδοχικὰ οἱ μὲν τὸν Βάαλ, ὁ δὲ Ἠλίας τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἡ ἀπάντηση τοῦ εἰδώλου: ‘καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις’. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μὲ φωτιὰ ποὺ κατακαίει τὴν θυσία. Ἀκολουθεῖ ἡ θανάτωση τῶν ‘προφητῶν τῆς αἰσχύνης’ κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ κορυφώνεται μὲ ραγδαία βροχὴ ποὺ τερματίζει τὴν ἀνομβρία ποὺ ἐπὶ τριάμισι χρόνια μάστιζε τὴ χώρα.
Πολλὲς φορὲς τὸ αἴτημά μας γιὰ ‘θαῦμα’ ἀποβλέπει σὲ κάτι τέτοιες παλαιοδιαθηκικοὺ τύπου ἐνέργειες (ἢ ἐπιδείξεις) ἰσχύος ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, βροντερές, θεαματικές, τιμωρητικὲς γιὰ τοὺς ἀπέναντι, ποὺ νὰ καταξιώνουν ἀκλόνητα τὴ δική μας θέση. Λησμονοῦμε βέβαια ὅτι ἂν ὁ Θεὸς θαυματουργοῦσε συστηματικὰ μὲ τέτοιο τρόπο καὶ κατὰ παραγγελίαν, πολὺ σύντομα δὲν θὰ εἶχε ἀπομείνει κανένας μας…
Σὲ γενικότερο ἐπίπεδο, ὅταν ζοῦμε μέσα σ’ ἕναν κόσμο θαυμαστὸ σὲ κάθε ἐκδήλωσή του, ‘τί ἔτι χρείαν ἒχομεν’ θαυμάτων; Ὁ κόσμος γύρω μας, πού τὸν ὀνομάζουμε ‘φυσικὸ’ (χωρίς, πιστεύω, νὰ σκεφτόμαστε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό), εἶναι λιγότερο θαῦμα ἐπειδὴ ἔχουμε ἀρχίσει νὰ τὸν κατανοοῦμε; Τὸ γεγονὸς π.χ. ὅτι μποροῦμε νὰ περιγράψουμε μὲ ἐξισώσεις τὴν κίνηση τῶν πλανητῶν ἢ τὴν θέση τῶν ἄστρων κάνει λιγότερο ἀξιοθαύμαστη τὴν συνεχῆ παρουσία καὶ τὴν ἁρμονικὴ χορογραφικὴ περιπλάνησή τους στὸ στερέωμα; Ἐπειδὴ κάθε μέρα ἀνακαλύπτουμε ὅλο καὶ περισσότερα γιὰ τὰ κύτταρα, τὰ ὀργανίδιά τους, τὶς λειτουργίες τους, τὸν πολλαπλασιασμό τους, τὴ διαιώνιση τῶν χαρακτηριστικῶν τους, παύουν αὐτὰ νὰ ἀποτελοῦν ‘θαυμαστὰ’ ἀντικείμενα παρατήρησης καὶ μελέτης; Κι ἀκόμη, ἡ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος (ἕνα μεγάλο ἐπιστημονικὸ ἐπίτευγμα ἀπὸ κάθε πλευρὰ) ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ζωῆς; Ἂν μὴ τί ἄλλο, ἡ ἀναλυτικὴ γνώση τῶν φυσικῶν φαινομένων θὰ πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερο θαυμασμὸ γι’ αὐτὰ καὶ γιὰ τὸν Δημιουργό τους.
Ἂς θυμηθοῦμε καὶ μίαν ἄλλη ἐμπειρία τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ἐνῶ κρύβεται σ’ ἕνα σπήλαιο ἀπὸ τὴ μανία τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ ποὺ τὸν καταδιώκει, ἰσχυρὸς ἄνεμος, σεισμός, φωτιά, ὅλα περνοῦν ἀπὸ μπροστά του, καὶ σὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ θορυβώδη καὶ βίαια φαινόμενα δὲν βρίσκεται ὁ Θεός. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλον αὐτὸ τὸν χαλασμό, ἔρχεται ‘φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κακεί Κύριος’, μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο. Πού σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ στὰ μικρὰ καθημερινὰ καὶ συνηθισμένα, στὴν ἡσυχία, στὴν ἀφάνεια, στὸ κάλλος τῶν ταπεινῶν πραγμάτων. Καὶ τότε θὰ διαπιστώνουμε σὲ κάθε στιγμὴ ὅτι ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος θαύματα, διότι τὰ παντα εἶναι ‘καλὰ λίαν’.