Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Πίσω ἀπὸ μακρινὲς κορφὲς ὁ ἥλιος βασιλεύει,
    καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ σύνορα χίλιες βαφὲς ἀλλάζουν,
    πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ὁλόχρυσες, γαλάζες,
    κι ἀνάμεσά τους σκάει λαμπρὸς λαμπρὸς ὁ Ἀποσπερίτης.
    Τὴν πύρη τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν σβηεῖ γλυκὸ ἀγεράκι
    ποὺ κατεβάζουν τὰ βουνά, ποὺ φέρνουν τ’ ἀκρογιάλια.

  • !

    Ἀπ’ ὄξω, ἀπὸ τὰ ὀργώματα, γυρνοῦνε οἱ ζευγολάτες,
    ἡλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, ἀποκαρωμένοι,
    μὲ τοὺς ζυγούς, μὲ τὰ βαριὰ τ’ ἀλέτρια φορτωμένοι.

  • !

    Γυρνοῦνε ἀπὸ τὰ ἔργα τους οἱ λυγερές, γυρνοῦνε
    μὲ τὰ ζαλίκια ἂχ τὴ λογγιά, μὲ τὰ σκουτιὰ ἂχ τὸ πλύμα,
    μὲ τὲς πλατιές των τὲς ποδιὲς σφογγίζοντας τὸν ἴδρω•
    καὶ σ’ ὅποιο δέντρο κι ἂν σταθοῦν, σ’ ὅποιο κοντρὶ ἀκουμπήσουν,
    εἰς τὸ μουρμούρι τοῦ κλαριοῦ, εἰς τὴ θωριὰ τοῦ βράχου
    γλυκὸν γλυκὸ καὶ πρόσχαρον χαιρετισμὸ ξανοίγουν:
    «Γειὰ καὶ χαρὰ στὸν κόσμο μας, στὸν ὄμορφό μας κόσμο!»

Ηλιοβασίλεμα

 

Βόλτα στο χωριό για το καλύτερο ηλιοβασίλεμα

Πίσω ἀπὸ μακρινὲς κορφὲς ὁ ἥλιος βασιλεύει,

καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ σύνορα χίλιες βαφὲς ἀλλάζουν,

πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ὁλόχρυσες, γαλάζες,

κι ἀνάμεσά τους σκάει λαμπρὸς λαμπρὸς ὁ Ἀποσπερίτης.

Τὴν πύρη τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν σβηεῖ γλυκὸ ἀγεράκι

ποὺ κατεβάζουν τὰ βουνά, ποὺ φέρνουν τ’ ἀκρογιάλια.

Ἀνάρια τὰ κλωνάρια του κουνάει ὁ γερο-πεῦκος,

καὶ πίνει καὶ ρουφάει δροσιὰ κι ἀχολογάει καὶ τρίζει,

ἡ βρύση ἡ χορταρόστρωτη δροσίζει τὰ λουλούδια,

καὶ μ’ ἀλαφρὸ μουρμουρητὸ γλυκὰ τὰ νανουρίζει•

θολώνει πέρα ἡ θάλασσα, τὰ ριζοβούνια ἰσκιώνουν,

τὰ ζάλογκα μαυρολογοῦν, σκύβουν τὰ φρύδια οἱ βράχοι,

κι οἱ κάμποι γύρου οἱ ἁπλωτοὶ πράσινο πέλαο μοιάζουν.

 

Ἀπ’ ὄξω, ἀπὸ τὰ ὀργώματα, γυρνοῦνε οἱ ζευγολάτες,

ἡλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, ἀποκαρωμένοι,

μὲ τοὺς ζυγούς, μὲ τὰ βαριὰ τ’ ἀλέτρια φορτωμένοι,

καὶ σαλαγοῦν ἀπὸ μπροστά τα δυὸ καματερά τους,

τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, μὲ μακριὰ τραχηλιὰ τραχηλάτα,

«Ὀώ! φωνάζοντας, ὀώ! Μελισσηνέ, Λαμπίρη»•

κι ἀργὰ τὰ βόδια περπατοῦν καὶ πού καὶ πού μουγκρίζουν.

Γυρνοῦνε ἀπὸ τὰ ἔργα τους οἱ λυγερές, γυρνοῦνε

μὲ τὰ ζαλίκια ἂχ τὴ λογγιά, μὲ τὰ σκουτιὰ ἂχ τὸ πλύμα,

μὲ τὲς πλατιές των τὲς ποδιὲς σφογγίζοντας τὸν ἴδρω•

καὶ σ’ ὅποιο δέντρο κι ἂν σταθοῦν, σ’ ὅποιο κοντρὶ ἀκουμπήσουν,

εἰς τὸ μουρμούρι τοῦ κλαριοῦ, εἰς τὴ θωριὰ τοῦ βράχου

γλυκὸν γλυκὸ καὶ πρόσχαρον χαιρετισμὸ ξανοίγουν:

«Γειὰ καὶ χαρὰ στὸν κόσμο μας, στὸν ὄμορφό μας κόσμο!»