Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου προγραμματίσθηκε γιὰ τίς 8 Νοεμβρίου, μέρα ποὺ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιορτάζει τὴ μνήμη τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ.

  • !

    Μᾶς ἔμενε ν᾽ ἀνοίξουμε τὴ μαρμάρινη σαρκοφάγο. Ὅσο κι ἂν ἡ προσδοκία πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπῆρχε τὸ πιὸ πολύτιμο ἀντικείμενο δημιουργοῦσε μέσα μου μιὰν ἀκατανίκητη περιέργεια, ἕνα αἴσθημα συνηθισμένο στὸν ἀρχαιολόγο, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνο, τὸ αἴσθημα τῆς ἐπιστημονικῆς εὐθύνης μου ἐπέβαλλε τὴν ὑπομονή.

  • !

    Τὸ ἄνοιγμά της ἀποτέλεσε γιὰ τὴν ὁμάδα μιὰ ἀλησμόνητη ἐμπειρία. Μετακινῶντας τὴν χοντρὴ μαρμάρινη πλάκα ποὺ τὴν κάλυπτε, χρειάστηκε νὰ κρατήσουμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ νὰ συνεχίσουμε τὴ δουλειά μας, μόλο ποὺ τὰ μάτια μας εἶχαν θαμπωθεῖ ἄπ᾽ αὐτὸ ποὺ βλέπαμε καὶ ἡ καρδιά μας πήγαινε νὰ σπάσει ἀπὸ συγκίνηση. Μέσα στὴ σαρκοφάγο ὑπῆρχε μιὰ ὁλόχρυση λάρνακα˙ ἐπάνω στὸ κάλυμμά της ἕνα ἐπιβλητικὸ ἀνάγλυφο ἀστέρι μὲ δεκάξι ἀκτῖνες καὶ στὸ κέντρο του ἕνας ρόδακας

  • !

    Μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ περισσότερη συγκίνηση ἀνασήκωσα τὸ κάλυμμα μὲ τὸ ἀστέρι˙ αὐτὸ ποὺ ἀντικρύσαμε μᾶς ἔκοψε γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ τὴν ἀνάσα. Θάμπωσε τὰ μάτια μας καὶ μᾶς πλημμύρισε δέος˙ τὰ ὀστᾶ ἦταν τοποθετημένα μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ τάξη τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, ὡς τὴν κορφὴ σχεδὸν τοῦ χρυσοῦ κιβωτίου (…). Ἦταν πεντακάθαρα καὶ δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία πὼς προτοῦ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ εἶχαν πλυθεῖ μὲ μεγάλη φροντίδα, πιθανότατα μὲ κρασί. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπροσδόκητο θέαμα τὸ ἔδινε ἕνα μεγάλο ὁλόχρυσο στεφάνι ἀπὸ φύλλα καὶ καρποὺς βελανιδιᾶς ποὺ ἦταν διπλωμένο καὶ τοποθετημένο ἐπάνω στὰ ὀστᾶ. (…)

  • !

    Ὅλα ἔδειχναν πὼς εἴχαμε βρεῖ ἕνα βασιλικὸ τάφο˙ κι ἂν ἡ χρονολόγηση ποὺ δίναμε στὰ εὑρήματα ἦταν σωστή, ὅπως φαινόταν, τότε… Δὲν τολμοῦσα νὰ τὸ συλλογιστῶ. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωσα μιὰ δυνατὴ ἀνατριχίλα, κάτι σὰν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα νὰ διαπερνᾷ τὴ ραχοκοκκαλιά μου. Ἄν λοιπὸν ἡ χρονολογία… καὶ ἂν αὐτὰ ἦταν βασιλικὰ λείψανα… τότε… εἶχα κρατήσει στὰ χέρια μου τὰ ὀστᾶ τοῦ Φιλίππου;

  • !

    Τὸ πρωί της 24η Νοεμβρίου τὸ ἀμφιθέατρο τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ εἶναι ἀσφυκτικὰ γεμᾶτο ἀπὸ ἕνα ἀσυνήθιστο κοινό. Προχωρῶντας στὴν ὁμιλία του, ἔρχεται ἡ στιγμὴ νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα “ποιός εἶναι ὁ νεκρὸς τοῦ μεγάλου ἀσύλητου τάφου”: “Στηριγμένος σὲ ἀρχαιολογικὲς ἐνδείξεις νομίζω πὼς ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ πῶ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν Φίλιππο τὸν Β´”. Ποτὲ ἄλλοτε ἀρχαιολογικὴ ἀνακοίνωση δὲν ἔγινε δεκτὴ μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ καὶ συγκίνηση. Οἱ ξένοι ἀνταποκριτὲς εἶναι καὶ αὐτοὶ ἐξαιρετικὰ ἐντυπωσιασμένοι.

  • !

    «Τότε κατάλαβα» γράφει ὁ Μ. Ἀνδρόνικος, «πὼς ὅ,τι εἴχαμε κάνει στὴν ἐρημιὰ τῆς Βεργίνας δὲν ἀφοροῦσε μονάχα τοὺς ἀρχαιολόγους. Μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη τὴν εἶχε κιόλας ἀγκαλιάσει ὁλόκληρος ὁ ἑλληνικὸς λαός. Σήμερα ξέρω πὼς καμιὰ ἱκανοποίηση καὶ καμιὰ τιμὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ μοῦ εἶπαν: “Σ᾽ εὐχαριστοῦμε γί᾽ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσες. Νὰ ᾽σαι γερός !”»

Εὑρήματα τῆς Βεργίνας

 

Βεργίνα: Επίσκεψη στο Μουσείο Βασιλικών Τάφων των Αιγών -

«…Τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου προγραμματίσθηκε γιὰ τίς 8 Νοεμβρίου, μέρα ποὺ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιορτάζει τὴ μνήμη τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ (…). Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ προσπάθεια ὁ ἀκραῖος θολίτης, τὸ «κλειδί»[1], ὑψώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ σχηματίσθηκε ἕνα ἄνοιγμα πλάτους 34 ἑκατοστῶν καὶ μήκους λίγο περισσότερο ἀπὸ μισὸ μέτρο. Μὲ ἕνα φανάρι ἀνακαλύπτουμε μέσα στὸ δάπεδο μιὰ σπάνια συλλογὴ ἀσημένιων καὶ χρυσῶν ἀντικειμένων. Πολὺ κοντὰ στὸν τοῖχο ὑπῆρχε μιὰ μαρμάρινη σαρκοφάγος… Μᾶς ἔμενε ν᾽ ἀνοίξουμε τὴ μαρμάρινη σαρκοφάγο. Ὅσο κι ἂν ἡ προσδοκία πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπῆρχε τὸ πιὸ πολύτιμο ἀντικείμενο δημιουργοῦσε μέσα μου μιὰν ἀκατανίκητη περιέργεια, ἕνα αἴσθημα συνηθισμένο στὸν ἀρχαιολόγο, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνο, τὸ αἴσθημα τῆς ἐπιστημονικῆς εὐθύνης μου ἐπέβαλλε τὴν ὑπομονή. (…)

Τὸ ἄνοιγμά της ἀποτέλεσε γιὰ τὴν ὁμάδα μιὰ ἀλησμόνητη ἐμπειρία. Μετακινῶντας τὴν χοντρὴ μαρμάρινη πλάκα ποὺ τὴν κάλυπτε, χρειάστηκε νὰ κρατήσουμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ νὰ συνεχίσουμε τὴ δουλειά μας, μόλο ποὺ τὰ μάτια μας εἶχαν θαμπωθεῖ ἄπ᾽ αὐτὸ ποὺ βλέπαμε καὶ ἡ καρδιά μας πήγαινε νὰ σπάσει ἀπὸ συγκίνηση. Μέσα στὴ σαρκοφάγο ὑπῆρχε μιὰ ὁλόχρυση λάρνακα˙ ἐπάνω στὸ κάλυμμά της ἕνα ἐπιβλητικὸ ἀνάγλυφο ἀστέρι μὲ δεκάξι ἀκτῖνες καὶ στὸ κέντρο του ἕνας ρόδακας[2]. (…)

Δὲν ἦταν μονάχα ἡ λάμψη τοῦ χρυσοῦ καὶ ἡ ἀξία τοῦ πολύτιμου μετάλλου ποὺ μᾶς εἶχε καθηλώσει˙ ἄπ᾽ ὅ,τι βλέπαμε δὲν ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβουμε πὼς εἴχαμε ἕνα ἐξαίρετο ἔργο τῆς χρυσοχοϊκὴς τέχνης, ποὺ γνωρίζαμε ὡς τότε ἀπὸ πολὺ μικρότερα ἀντικείμενα (…). Μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ περισσότερη συγκίνηση ἀνασήκωσα τὸ κάλυμμα μὲ τὸ ἀστέρι˙ αὐτὸ ποὺ ἀντικρύσαμε μᾶς ἔκοψε γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ τὴν ἀνάσα. Θάμπωσε τὰ μάτια μας καὶ μᾶς πλημμύρισε δέος˙ τὰ ὀστᾶ ἦταν τοποθετημένα μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ τάξη τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, ὡς τὴν κορφὴ σχεδὸν τοῦ χρυσοῦ κιβωτίου (…). Ἦταν πεντακάθαρα καὶ δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία πὼς προτοῦ τοποθετηθοῦν ἐκεῖ εἶχαν πλυθεῖ μὲ μεγάλη φροντίδα, πιθανότατα μὲ κρασί. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀπροσδόκητο θέαμα τὸ ἔδινε ἕνα μεγάλο ὁλόχρυσο στεφάνι ἀπὸ φύλλα καὶ καρποὺς βελανιδιᾶς ποὺ ἦταν διπλωμένο καὶ τοποθετημένο ἐπάνω στὰ ὀστᾶ. (…)

Νιώσαμε τὴν ἀνάγκη νὰ βγοῦμε στὸ φῶς νὰ ἀναπνεύσουμε καθαρὸ ἀέρα. Ὅταν βρέθηκα ἔξω, ἀπομακρύνθηκα κάπως ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς ἀνασκαφῆς καὶ στάθηκα μονάχος γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ συνέλθω ἀπὸ τὸ ἀπίστευτο θέαμα. Ὅλα ἔδειχναν πὼς εἴχαμε βρεῖ ἕνα βασιλικὸ τάφο˙ κι ἂν ἡ χρονολόγηση ποὺ δίναμε στὰ εὑρήματα ἦταν σωστή, ὅπως φαινόταν, τότε… Δὲν τολμοῦσα νὰ τὸ συλλογιστῶ. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωσα μιὰ δυνατὴ ἀνατριχίλα, κάτι σὰν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα νὰ διαπερνᾷ τὴ ραχοκοκκαλιά μου. Ἄν λοιπὸν ἡ χρονολογία… καὶ ἂν αὐτὰ ἦταν βασιλικὰ λείψανα… τότε… εἶχα κρατήσει στὰ χέρια μου τὰ ὀστᾶ τοῦ Φιλίππου; Ἦταν τρομαχτικό, ἀδύνατο νὰ τὸ ἀντέξει ὁ νοῦς μου. (…) Ἐκεῖνο τὸ βράδυ στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθῶ. Ἦταν ἡ πιὸ ἀπίστευτη ὥρα τῆς ζωῆς μου. Ὡς τότε βέβαια… Γιατί σὲ λίγες μέρες ἄλλα μοῦ καὶ μᾶς ἔμελλαν. (…)

Οἱ ἐφημερίδες εἶχαν ἤδη τὰ νέα της Βεργίνας στὰ πρωτοσέλιδά τους. Καὶ ὁ πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εἶχε ὁρίσει την 24η Νοεμβρίου, τέσσερις μέρες ὕστερα ἀπὸ τίς ἐκλογές, γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ τύπου, ὅπου θὰ ἀνακοινώναμε οἱ ἀρχαιολόγοι καθηγητὲς τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἀνασκαφῶν μας (…). Ἔφτασα στὴ Θεσσαλονίκη, ἑτοίμασα τὴ νύχτα τίς διαφάνειες καὶ σηκώθηκα τὸ πρωὶ νὰ πάω στὸ Πανεπιστήμιο γιὰ τὴν ἀνακοίνωση. Προτοῦ ὅμως κάνω τὴ δημόσια αὐτὴ ἀνακοίνωση, θεώρησα χρέος μου νὰ πληροφορήσω τοὺς ὑπεύθυνους τῆς Πολιτείας: τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καὶ τὸν Πρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως».

«Τὸ πρωί της 24η Νοεμβρίου τὸ ἀμφιθέατρο τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ εἶναι ἀσφυκτικὰ γεμᾶτο ἀπὸ ἕνα ἀσυνήθιστο κοινό. Πολιτικοί, νομάρχες, βουλευτές, στρατιωτικοί, Ἕλληνες καὶ ξένοι δημοσιογράφοι, ἀρχαιολόγοι, φοιτητὲς ἔχουν κατακλύσει τὴν αἴθουσα. Στὸ βῆμα ὁ Μανόλης Ἀνδρόνικος ἐκθέτει μὲ ὅση ψυχραιμία μπορεῖ νὰ διαθέτει αὐτὴ τὴ μεγάλη γί᾽ αὐτὸν ὥρα, τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀνασκαφῆς στὴ Βεργίνα, προβάλλοντας καὶ ἔγχρωμες διαφάνειες ἀπὸ τὰ εὑρήματα. Ὅταν φαίνεται στὴ ὀθόνη ἡ χρυσῆ λάρνακα μὲ τὸ ἀστέρι, τὸ ἀμφιθέατρο σείεται ἀπὸ ἐπιφωνήματα καὶ χειροκροτήματα. Προχωρῶντας στὴν ὁμιλία του, ἔρχεται ἡ στιγμὴ νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα “ποιός εἶναι ὁ νεκρὸς τοῦ μεγάλου ἀσύλητου τάφου”: “Στηριγμένος σὲ ἀρχαιολογικὲς ἐνδείξεις νομίζω πὼς ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ πῶ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν Φίλιππο τὸν Β´”. Ποτὲ ἄλλοτε ἀρχαιολογικὴ ἀνακοίνωση δὲν ἔγινε δεκτὴ μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ καὶ συγκίνηση. Οἱ ξένοι ἀνταποκριτὲς εἶναι καὶ αὐτοὶ ἐξαιρετικὰ ἐντυπωσιασμένοι.  Ὁ μόνος δισταγμὸς καὶ σκεπτικισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀρχαιολόγων. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρθρα καὶ φωτογραφίες δημοσιεύονται σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἡ ἀνακάλυψη προκαλεῖ αἴσθηση παγκοσμίως».

«Τότε κατάλαβα» γράφει ὁ Μ. Ἀνδρόνικος, «πὼς ὅ,τι εἴχαμε κάνει στὴν ἐρημιὰ τῆς Βεργίνας δὲν ἀφοροῦσε μονάχα τοὺς ἀρχαιολόγους. Μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη τὴν εἶχε κιόλας ἀγκαλιάσει ὁλόκληρος ὁ ἑλληνικὸς λαός. Σήμερα ξέρω πὼς καμιὰ ἱκανοποίηση καὶ καμιὰ τιμὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ μοῦ εἶπαν: “Σ᾽ εὐχαριστοῦμε γί᾽ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσες. Νὰ ᾽σαι γερός !”»