Γιὰ τὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη δὲ χρειάζεται νὰ μιλήσουμε ἐδῶ. Μιλάει γι’ αὐτὸν ἡ νεότερη ἑλληνικὴ ἱστορία. Ὁ Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστὴς στὸν ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας, δὲν μποροῦσε νὰ καταγράψει αὐτὰ ποὺ ἔζησε καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ γιατί οἱ γραμματικές του γνώσεις ἦταν ἐλάχιστες. Ἡ μαρτυρία του θὰ εἶχε χαθεῖ, ἂν ὁ Ἑπτανήσιος ποιητὴς καὶ δικαστὴς στὴ γνωστὴ δίκη του Κολοκοτρώνη Γεώργιος Τερτσέτης δὲν τὸν ἔπειθε νὰ ἱστορήσει τὰ ἔργα του. Μὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία του κατόρθωσε νὰ κάμψει τὶς ἀντιρρήσεις καὶ τοὺς δισταγμοὺς τοῦ Γέρου. Σχετικὰ μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα του εἶπε: «Λὲς δὲν ἠξεύρεις γράμματα -καὶ πολλὰ ἠξεύρεις. Τὰ λόγια εἶναι γράμματα, μίλειε κι ἐγὼ γράφω». Ἡ ἀφήγηση ἐκδόθηκε σὲ βιβλίο τὸ 1851 μὲ τίτλο Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836. Ὑπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης. Ἄπο τὸ βιβλίο αὐτὸ δίνουμε παρακάτω ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ ἀναφέρεται στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821).
[Ἡ μάχη στὸ Βαλτέτσι]
Σὲ δέκα ἡμέρες περάσοντας τοὺς ἔγραψα εἰς τὸ Λεοντάρι, ὅτι «νὰ ἔλθητε νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτσι». Καὶ τότε ἐκίνησε ὁ Μπεϊζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Βαλτέτσι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά. Εἰς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένει ταμπούρι, καθὼς καὶ δύο καταράχια,που ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὁπού, ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ κλεισθεῖτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθηκαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». -«Ἐσεῖς κλεισθεῖτε καὶ ἐγώ σᾶς ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἰς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὁποὺ ἡμεῖς ἐφτιάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαϊὰς μὲ 4000 εἰς τὴν Βοστίτσα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτσα, ἐπέρασε εἰς τὰ Μαῦρα Λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμὴλ μπέη, ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαϊάς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμπῆκε εἰς τὴν Τριπολιτσά. Μπαίνοντας εἰς τὴν Τριπολιτσά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμο τὸν πρῶτον του Βαλτετσιοῦ -ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικα. Τοῦ εἶπαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι: «Ἦτον Ροῦσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἰς τὸν κάμπο του Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελον νὰ κάμουν.
Τὴν αὐγὴν ὁποὺ ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτσι, οἱ βάρδιες ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμένες εἰς τὲς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμούμουν εἰς τὸ Βαλτέτσι, ἐγευμάτιζα εἰς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἰς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ ἐπεριφερόμουν στὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἰς τὸ Χρυσοβίτσι. Εἰς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά, εἴχαμε βάρδιες καὶ ἔδιναν εἴδηση πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα μᾶς ἔκαμαν σινιάλο ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἰς τὸ Βαλτέτσι -μᾶς ἔκαμαν φωτιὲς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἰς τὸ Βαλτέτσι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν’ ἀκολουθήσουν κι οἱ ἄλλοι. Ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ Βαλτέτσι, ἐφθάσαμε καὶ ἡμεῖς.
Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετσιοῦ. Τοὺς δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὲς πλάτες τῶν Τούρκων, ρίξαμε μιὰ μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔριξαν κι ἐκεῖνοι, ἔριξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγινε κρότος μεγάλος. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστινὲς φύλαξες, περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερῶντας ὧρες καὶ ἀκούοντας φρικτὸν πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκασαν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθηκαν καὶ πολεμᾶν. Ἦλθαν καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, ἔπιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνία μας μὲ τοὺς μέσα. Ἡμεῖς οἱ 800 ἐνδυναμώσαμεν τὸν τόπον, γιὰ νὰ μὴ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαϊὰς ἐκαρτέρεσε καὶ αὐτός, δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἰς τὸ Βαλτέτσι μὲ δύο κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι. Ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸν Ρουμπὴ μὲ τοὺς 5000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους. Τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπὴς) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία. Ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρὸς ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν εἰς τὰ ψηλώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτσι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἡμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἰς τὸ καταράχι, ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τούρκων. Ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια -οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν-: «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι ὁ Κολοκοτρώνης». «Τί εἶσαι σύ;» -«Ὁ Κολοκοτρώνης». Ἄδειασαν τὸν τόπον. Τότε ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Βαλτέτσι, ἐδώσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅ,τι ἀναγκαῖα ἦτον εἰς ἐκείνους. Εἰς τὲς δύο ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 ἐδικοί μας καὶ ἔριξαν μία μπαταριά, ἐνομίζαμε ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτίσαμε καὶ τὰ δύο μέρη, ὁ ἕνας πῶς νὰ φύγει ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἰς τὸν πόλεμον. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἰς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπὴς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαϊὰς ἔβαλε τὸ κανόνι εἰς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ τοῦ Ἠλία. Τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπαιρνε τὸ ταμπούρι του Ρουμπή. Ἂν τὸ χαμήλωνε, θὰ τὸν ἔπαιρνε.
Ὁ Ρουμπὴς ἐστενοχωρήθη νὰ γυρίσει μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δύο ταμπουριὼν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκασα ὅτι θέλει νὰ φύγει, τὸν ἐζυγώσαμεν κοντά. Κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπής -ἀπὸ τὴν τρομάρα τους ἀφήνουν τουφέκια. Πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δύο, τοῦ σκοτώνουν ὡς 300, ἡμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμε ἀπὸ κοντά, ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλάστρι, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν. Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἰς τὰ λάφυρα καὶ εἰς τοὺς σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρὰς ἔντεσε νὰ εἶναι εἰς τὰ Βέρβενα μὲ 800, ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἰς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἕως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἰς τὸν κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος. Ἂν ἐχαλιόμεθα, ἐκινδυνεύαμε νὰ μὴ κάμομε ὀρδὶ πλέον.
Πετροβαῖοι: πρόκειται κυρίως γιὰ τὸν ὁπλαρχηγὸ Μητροπέτροβα.
καταράχια: κορυφογραμμές.
διαφεντεύω: προστατεύω.
μεντάτι: ἐνίσχυση.
Κεχαϊάς: ὁ Τοῦρκος διοικητής.
Βοστίτσα: παλιὰ ὀνομασία τοῦ Αἰγίου.
ὀρδιά: στρατόπεδα (τὸ ὀρδί).
ἔντεσα: ἔτυχε.
ἐπεικάζω: συμπεραίνω.
μπαϊράκια: σημαῖες.
κοινωνία: ἐπικοινωνία.
Ρουμπής: Τοῦρκος ἀρχηγός.
τοὺς μάσαμεν μπλάστρι: τοὺς μαζέψαμε ὅλους μαζί.
τοὺς μονομεριάσαμε: τοὺς ἀπομονώσαμε.