Συναξαριστής

(Ἰαν.20) Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου


Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας

Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν μεγάλη πίστη καὶ θεάρεστη ζωή, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία, τὸ 377 στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων χάνει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς χῆρες γυναῖκες ποὺ διατήρησαν ὅλη τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν μεγάλα τὰ παιδιά τους.

Ὁ ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος διέκρινε τὰ χαρίσματα τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ προστάτευσε. Ἀφοῦ σπούδασε ὁ Εὐθύμιος, χειροτονεῖται διάκονος, καί, κατόπιν, Ἱερέας καὶ μάλιστα, κρίνεται κατάλληλος νὰ διευθύνει τὸ μοναστήρι τῆς Μελιτηνῆς. Πόθος του, ὅμως, ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους.

Πράγματι, τὸ 406 ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ μεγάλα πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ χαρίσματά του γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἐκεῖ. Στὸ ἡσυχαστήριό του συγκεντρώνονται πολλοὶ ζηλωτὲς μοναχοὶ καὶ τὸν ἐκλέγουν ἡγούμενο. Τὸ νέο του ἀξίωμα ὁ Εὐθύμιος τὸ διαχειρίζεται σωστὰ καὶ ἀρχίζει συστηματικὴ Ἱεραποστολικὴ ἐργασία χριστιανικοῦ φωτισμοῦ μεταξὺ τῶν ἀραβικῶν πληθυσμῶν, φέρνοντας πολλοὺς Ἄραβες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ὁ Εὐθύμιος «θέρισε» πολλὲς ψυχὲς στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας, «Ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύει ψυχὲς στὴ σωτηρία παίρνει μισθὸ καὶ ἀποθηκεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Εὐθύμιος, τὸ ἔτος 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε μέχρι τέλους, καὶ δίκαια ὀνομάστηκε Μέγας.

(Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, κατὰ τὴν 7η τοῦ μηνὸς Μαΐου φέρεται «ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου». Στὸν δὲ Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 406, ἀναφέρεται κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου»).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.

Ὁ Οἶκος
Οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μαρτυρήσαντες.
Ἐκ ῥᾳθύμου καρδίας τὴν αἴνεσιν, πῶς προσοίσω ὁ ἄθλιος δέδοικα, καὶ ὑμνήσω τὸν μέγαν Εὐθύμιον; ἀλλὰ τούτου θαρρῶν ταῖς δεήσεσιν, ἐν εὐθυμίᾳ καὶ σπουδῇ πολλῇ, τῇ ᾠδῇ ἐγχειρήσω, καὶ πᾶσιν ἐξείπω αὐτοῦ τὴν πολιτείαν, καὶ τὴν γέννησιν, καὶ πῶς οἱ τούτου γονεῖς ἔψαλλον τό, Ἀλληλούϊα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ λαμπόμενος τῷ ἀπροσίτῳ, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ταῖς ἐρήμοις, διδαχαῖς, καταφωτίζων Εὐθύμιε, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὰς φροντίδας τοῦ βίου ἀπαρνησάμενος, καὶ Ἀγγέλων τὸν βίον ἀναλαβόμενος, ἐγκρατείᾳ τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας· καὶ θαυμάτων ἐκ Θεοῦ, χάριν ἐδέξω δαψιλῶς, Εὐθύμιε θεοφόρε, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν εὐσεβῶς εὐφημούντων σε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν πτωχείαν τὴν ὄντως τοῦ δι᾿ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντος ἀναλαβών, ἡγήσω τὰ πρόσκαιρα, ὡσεὶ χόρτον Μακάριε· τοῦ γνωστικοῦ γὰρ ξύλου γευσάμενος Ὅσιε, Μοναζόντων ἐδείχθης, Διδάσκαλος ἔνθεος· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Ἀγγελικῆς πολιτείας, διήγειρας ἅπαντας, καὶ πρὸς γνῶσιν τῆς Πίστεως. Σημαιοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείας ἐλαίῳ τὴν τῆς ψυχῆς, ἐκπληρώσας λαμπάδα πνευματικῶς, ποθῶν τὴν ἀείφωτον, τοῦ Νυμφίου σου ἔλευσιν, προσευχαῖς ἀγρύπνοις, ἐτήρησας, Ὅσιε, καὶ νυμφῶνι τούτου, εὐφραίνει μακάριε· ὅθεν ἐπαξίως τὴν τρυφὴν ἐκομίσω, τὴν ὄντως ἀείζωον, καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν. Θεοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Οἱ Ἅγιοι Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ Βασιλείδης

Ἦταν πλούσιοι καὶ συγκλητικοί. Μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα. Ἐνῷ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρες, πῆραν ἀφορμὴ νὰ μελετήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία καὶ νὰ προσέλθουν σ᾿ αὐτή, ὅταν παρακολούθησαν τὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου Θεοπέμπτου. Καὶ τὴν γνήσια καὶ ὁλόθερμη πίστη τους, ἐπικύρωσαν μὲ τὸ μαρτυρικό τους τέλος.

Καταγγέλθηκαν σὰ χριστιανοί, δὲν τὸ ἀρνήθηκαν, ἄφοβοι δὲ καὶ πρόθυμοι βάδισαν στὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου. Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἀφαίρεσαν τὶς ἐπίσημες ζῶνες τους, ἐμβλήματα τῶν συγκλητικῶν ἀξιωμάτων τους, διότι τάχα ἦταν ἀνάξιοι νὰ τὶς φέρουν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι χαίρονταν, διότι πίστευαν ὅτι εἶχαν γίνει συμπολῖτες τῶν Ἁγίων καὶ θὰ γίνονταν καὶ στεφανηφόροι του Χριστοῦ.

Ἔτσι ὑπέστησαν γενναιότατα τὸ μαρτυρικὸ θάνατο ὡς ἑξῆς: τὸν μὲν Βάσσο, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν μέχρι τὰ γόνατα μέσα σὲ βόθρο, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια διαμέλισαν ὅλο τὸ σῶμα του.
Τοὺς δὲ Εὐσέβιο καὶ Εὐτύχιο, ἀφοῦ τους κρέμασαν ἀνάποδα, κατόπιν τοὺς διαμέλισαν μὲ τσεκούρια.
Καὶ τέλος τὸν Βασιλείδη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τοῦ διέῤῥηξαν τὴν κοιλιὰ μὲ μαχαῖρι.


Οἱ Ἅγιοι Ἴννας, Πίννας καὶ Ῥίμμας

Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Βοῤῥᾶ καὶ ὀνομάστηκαν κρυστάλλινοι, μαρτύρησαν ἀφοῦ τους ἔβαλαν, δεμένους σὲ ξύλο καὶ σὲ καιρὸ τρομερῆς παγωνιᾶς, μέσα σὲ παγωμένο ποτάμι. Φοβεροὶ καὶ ἀνυπόφοροι ἦταν οἱ πόνοι ποὺ δοκίμασε ἐκεῖ ἡ ὁλόγυμνη σάρκα τους. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχή τους δὲν ἀπέβαλε τίποτα ἀπὸ τὴν θερμὴ εὐσέβειά τους. Καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ μακάριος Πέτρος ὁ τελώνης

Ἦταν Πατρίκιος στὸ ἀξίωμα καὶ διορισμένος ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ διοικητὴς στὴν Ἀφρική. Δυστυχῶς κατεῖχε ἕνα θανάσιμο ἐλάττωμα, τὴν πλεονεξία. Κάποτε ὅμως ἔπεσε στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπὸ περιέργεια τὸ διάβασε.

Τὸ θαῦμα ἔγινε! ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ εἶδε ὅλη τὴν ἀσχήμια τῆς ζωῆς του. Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα σημαδιακὸ ὄνειρο, μετάνιωσε εἰλικρινά, μοίρασε ὅλη του τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἐπικίνδυνο ἐπάγγελμά του καὶ ζοῦσε βοηθῶντας μὲ κάθε τρόπο τοὺς πάσχοντες. Ἔφτασε μάλιστα στὸ σημεῖο καὶ νὰ πουληθεῖ ἀκόμα σὰν δοῦλος γιὰ νὰ βοηθήσει μία οἰκογένεια ποὺ ὑπέφερε.

Ἀργότερα πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπεβίωσε φτωχός, ἀλλὰ πλούσιος σὲ οὐρανίους θησαυρούς.


Οἱ Ἅγιοι Θύρσος καὶ Ἁγνὴ
Μάρτυρες ποὺ ἡ σύναξή τους τελεῖται κοντὰ στὶς Ἐλενιάνες.

Ὁ εὐσεβὴς Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὁ Θράξ

Ὁ βασιλεὺς οὗτος Λέων ἔγινε μετὰ τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀνάῤῥησιν προείπεν εἰς αὐτὸν ἡ Θεοτόκος, ὅτε ἦτο εἰσέτι ἁπλοῦς ἰδιώτης.

Τριπλοῦν δὲ τότε θαῦμα ἐγένετο ἤτοι
α) ἡ ἀκουσθεῖσα φωνὴ τῆς Θεοτόκου ἡ ἀποκαλύψασα εἰς τὸν Λέοντα τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (Μπαλουκλή),
β) ἡ πρόῤῥησις ὅτι ὁ Λέων θὰ γίνῃ βασιλεὺς καὶ
γ) ἡ διὰ τοῦ Λέοντος θεραπεία τοῦ τυφλοῦ.

Ἐφύλαττε δὲ ὁ Λέων οὗτος πολὺ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, βεβαιώσας ἅπαντα τὰ κηρυχθέντα ὑπὸ τῶν προκατόχων του βασιλέων κατὰ τῶν αἱρετικῶν διατάγματα καὶ πρὸ πάντων τὰ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Ἁγίας Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου θεσπίσματα -ὅθεν ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἦτο ἐν ἀνθηρῇ καταστάσει.  Ἐθέσπισεν ἐπίσης νόμον δι᾿ οὗ ἀπηγορεύετο τὸ πωλεῖν, τὸ ἀγοράζειν καὶ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐν ἡμέρᾳ Κυριακή.

Οὗτος ἀνήγειρε καὶ τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸν τόπον εἰς ὃν ἀνέβλυσε τὸ ἁγίασμα. Ζήσας δὲ ἔτη δέκα ἑπτὰ ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ἐν ἔτει υοδ´ (474), προσβληθεῖς ὑπὸ ὑπερβολικῆς δυσεντερίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἔγινε τὸ λείψανόν του ὡς φανός.

Εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον βασιλέα Λέοντα ἐποίησε πλήρη Ἀκολουθίαν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.


Ἡ Ἁγία Ἄννα
Μαρτύρησε στὴ Ῥώμη.

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας νεομάρτυρας ἐξ Ἀρτης

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἄρτᾳς. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἐξισλαμίστηκε καὶ ἀργότερα ἔφυγε στὴν παλιὰ Πάτρα, ὅπου ἔκανε τὴν τέχνη τοῦ γουναρά. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως μετάνιωσε εἰλικρινά, βρῆκε πνευματικό, ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἐξωμοσίας τοῦ καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ μαρτυρήσει.

Ὁ πνευματικὸς ὅμως, φοβούμενος μήπως ἀποκάμει ὁ μάρτυρας στὴ διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τὸν ἀπέτρεπε λέγοντάς του ὅτι, ἀπ᾿ τὴν στιγμὴ ποὺ ἦρθαν οἱ Ἀρβανῖτες στὸν Μοριὰ ἔμαθαν στοὺς ντόπιους Τούρκους τόσους καὶ τέτοιους τρόπους βασανιστηρίων, ποὺ μπροστά τους ὠχριοῦν αὐτὰ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε τότε στὸν πνευματικὸ λέγοντάς του ὅτι ἔχει τόση δίψα νὰ βασανιστεῖ γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ γιὰ νὰ τὸν ξεδιψάσουν δὲν φτάνουν οὔτε αὐτὰ τὰ βασανιστήρια τῶν Ἀρβανιτῶν.

Μπροστὰ στὰ λόγια αὐτὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, ὁ πνευματικὸς μετέδωσε τὰ ἄχραντα μυστήρια στὸν Ἅγιο καὶ τὸν εὐλόγησε. Τότε ὁ Ζαχαρίας ἀφοῦ πῆγε στὸ ἐργαστήρι του, πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ ἔδωσε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Κριτὴς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ φοβέρες, τὸν ἔστειλε στὸν ἐξουσιαστὴ τῆς πόλης.

Αὐτός, μαζί με τοὺς ἀγάδες, ἀποφάσισε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ τὸν χτυπᾶνε δυνατά, ἔτσι ὥστε ἡ νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τους ἤ νὰ ξεψυχήσει χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷμα ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ἔτσι ὁ Ἅγιος βασανίστηκε γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία ὑπέμεινε τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὶς 20 Ἰανουαρίου 1782 στὴν Πάτρα. Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ «Κάτω Παναγιᾶς» Ἄρτᾳς.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ἄρτης ἀγλάισμα, καὶ Νεομάρτυς κλεινός, ἐν Πάτραις ὡς ἤθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐδείχθης μακάριε, οὐ γὰρ τὸν τρώσοντα σέ, καθελῶν δι’ ἀγώνων, γέρας ἐδέξω θεῖον, Ἀθλητὰ Ζαχαρία, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἠμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἠχος πλ. α΄. Τόν Συναναρχον Λογον.
Τόν πανευφημον μαρτυν Χριστου ὑμνησωμεν, Ζαχαριαν τόν νεον, Ἀρτης τό βλάστημα, ὀτι ἐνηθλησε στερρως ὑπερ τῆς πιστεως Χριστου καί ἀνομων ταῖς χερσι, ραβδισθεῖς καί τανυσθεις, μαρτυριον ἀνεδεχθη. Τελειωθεῖς δέ ἕν Πατραις Χριστω πρεσβευει τοῦ σωθηναι ἠμας.
(Ποιηθεν ὑπο Μητροπολιτου Πατρων Νικοδημου τήν 19/01/1992 μ.Χ.).
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Νεομάρτυς του Ιησού, Άρτης σεπτός γόνος, και Πατέρων ο στηριγμός΄ χαίροις Ζαχαρία, Αγγέλων συμπολίτα, μεθ\’ ων ημίν εξαίτει, το θείον έλεος.

Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἡσυχαστὴς

Οἱ Ὁσιοι ἔζησαν θεοφιλως, μέ ἀσκηση καί προσευχη, στή Λαυρα τοῦ Κιεβου. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἀσκητεψε κατά τόν 14ο αἰωνα μ.×. στή μονη τοῦ Ἅγιου Θεοδοσιου τῆς Μεγαλης Λαυρας τοῦ Κιεβου. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος εἰχε παρει ὀρκο τῆς σιωπης καί ἀνοιγε τό στομα τοῦ μόνο για νά ψάλει.

Ὅσιος Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ἅγιος Λαυρεντιος ἔζησε μεταξυ 13ου καί 14ου αἰωνα μ.Χ. στή μονη τοῦ Ἅγιου Δημητρίου σᾶν ἔγκλειστος. Κάποτε ἔφεραν στὸν Ὁσιο Λαυρεντιο ἕναν δαιμονισμένο ἀπὸ τὸ Κιεβο. Ὁ μακάριος Λαυρέντιος ἀπὸ ταπεινωση, ἰσχυρίστηκε ὄτι δέν μπορουσε νά θεραπεύσει τόν ἀνθρωπο. Για νά ἀποκαλυφθει σέ ὁλους ἡ Χαρη τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἀναπαυόταν στή μονη τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιεβου, εἰπε νᾶ ὁδηγήσουν ἐκεῖ τόν δαιμονισμένο, πού φωναζε ἔντρομος στό ἄκουσμα καί μονο τῆς μονης καί τῶν Ὁσιων Πατέρων αὐτῆς. Ἔτσι κι ἐγινε. Ὁ ταλαιπωρημένος ἀνθρωπος ἐγινε καλά καί ἀπηλλάγη ὁριστικά ἀπὸ τή δαιμονικὴ τυραννία. Τὰ λείψανα τοῦ Ὁσιου Λαυρεντίου βρίσκονται στήν Λαυρα τοῦ Κιεβου.


Ἅγιος Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνοβου 

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξύ 14ου καί 15ου αἰωνα μ.Χ. στή Βουλγαρια. Γεννήθηκε περι τό 1325-1330 μ.Χ. στήν τότε Βουλγαρική πρωτεύουσα Τυρνόβο ἀπο εὐγενῆ οἰκογένεια, ἰσως ἐκείνη τῶν Καμπλακ. Εἰχε τήν τυχη νά ἐχει ἐκεῖνον πού θά ἦταν ὀ καλός του βιογράφος, ἕναν ἀπο τήν οἰκογενειά τοῦ, τόν Γρηγοριο Καμπλακ, πού μετέπειτα ἐγινε Μητροπολιτης τοῦ Κιέβου καί ἔλαβε μέρος στή Συνοδο τῆς Κοστάντζας (1414 – 1417 μ.Χ.).

Σέ ἀρκετα νεαρη ἠλικια ἔλαβε τό μοναχικο σχημα στή μονη τῆς Πανάγιάς της Ὁδηγητριας, στά προαστια τῆς Βουλγαρικῆς πρωτευουσας.

Τό 1350 μ.Χ. εἰσηχθη στό μοναστηρι πού εἰχε ἰδρυσει ὀ Ἅγιος Θεοδοσιος τοῦ Τυρνόβου στό Καλιφαρεβο, τό ὁποιο βρισκόταν στά ἰδια περιχωρα. Ἀπο τόν ἰδιος τόν Ἅγιο Θεοδοσιο εἰσάγεται στήν πνευματικη καί ἡσυχαστική ζωή καί προκοπτει κατά Χριστον. Ἐκείνη τήν ἐποχη, ὀ Ἅγιος Θεοδοσιος, προφητευοντας τό μελλον τοῦ ὑποτακτικού τοῦ, ἀποκαλυπτει ὀτι καποια μερα ὀ Ἅγιος Εὐθύμιος θά δεθει μέ ἁλυσίδες καί θά σταλεῖ στήν ἐξορια.

Τό ἔτος 1363 μ.Χ., ὀ Ἅγιος Εὐθύμιος συνοδεψε τόν δασκαλό τοῦ, μαζι μέ ἄλλους τρεῖς μαθητες, στήν Κωνσταντινουπολη. Μετα τήν κοιμηση τοῦ Ἅγιου Θεοδοσιου παρέμεινε για καποιο χρονικο διάστημα στή μονη τοῦ Ἅγιου Ἰωαννου τοῦ Στουδιτου, ἕνα ἀπο τά μεγαλυτερα πολιτιστικα καί πνευματικα βυζαντινά κέντρα. Ἐκεῖ, πιθανοτατα, συνέταξε τήν βιογραφία τοῦ Ἅγιου Θεοδοσιου, τήν ὁποια ὀ Πατριαρχης Κωνσταντινουπολεως Κάλλιστος ἀντεγραψε πιστα.

Τό ἔτος 1365 μ.Χ. ἐπισκεφθηκε τό Ἅγιον Ὀρος. Ἀρχικά μετεβη στή Μεγιστη Λαυρα καί στή συνεχεια στή μονη Ζωγράφου. Τότε ἦταν πού κατηγορήθηκε ἐνωπιον τοῦ αὐτοκρατορα Ἰωαννου τοῦ Ἐ’ τοῦ Παλαιολογου (1341 – 1391 μ.Χ.), ὀτι δέν τηροῦσε καθολου τήν μοναχικη ὑποσχεση τῆς ἀκτημοσύνης. Γι’ αὐτο ἐξορισθηκε καί ξαναβρέθηκε στό Ἅγιον Ὀρος μονο ὀταν ὀ αὐτοκρατορας διαπιστωσε τήν ἀλήθεια μετα ἀπο ἕνα ὀραμα.

Περι τό 1371 μ.Χ. ὀ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐπέστρεψε στήν πατριδά του καί ἰδρυσε στήν πρωτευουσα τή μονη τῆς Ἅγιας Τριάδος, ποῦ ἀναδειχθηκε σέ ἕνα ἀπο τά μεγαλυτερα κέντρα ἀκτινοβολίας τοῦ σλαβικου πολιτισμου. Πραγματι, ἐκεῖ πραγματοποιηθηκε ἡ ὀρθογραφικη καί γραμματικη μεταρρυθμιση τῆς γραφης, τῆς ἐπονομαζομενης «εὐθυμιανης», ποῦ ὁδηγησε σέ μια γενικη ἀναθεωρηση ὀλων τῶν ἔργων ποῦ ἦταν γραμμενα στά σλαβικα. Ἡ μεταρρυθμιση τοῦ Ἅγιου Εὐθυμίου, βασιζόμενη στήν ἐνοποιηση τῆς ὀρθογραφιας καί στήν πιστοτητα στά αὐθεντικα ἑλληνικά κείμενα, χαρακτηρισε τά λειτουργικα κείμενα ὁλοκληροῦ τοῦ σλαβο-ὀρθοδοξου κόσμου μεχρι τόν Μεγα Πετρο, ὀ ὁποιος εἰσήγαγε πιο συγχρονους κανονες.

Τό ἔτος 1375 μ.Χ., μέ τό θάνατο τοῦ Πατριαρχη Ἰωακείμ, ὀ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται Πατριάρχης τοῦ Τύρνοβο. Ἀπο τόν Πατριαρχικὸ θρόνο συνέχισε τό ἔργο τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν κείμενων, ἔγραψε ἐπιστολὲς σέ διαφορες προσωπικὀτητες τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου, ποῦ ἀπετέλεσαν ποιμαντικά καί διδακτικά κείμενα, καί συνέθεσε βίους Ἁγίων.

Ὀ Ἅγιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1402 μ.Χ.